μετοικίζω

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοικίζω Medium diacritics: μετοικίζω Low diacritics: μετοικίζω Capitals: ΜΕΤΟΙΚΙΖΩ
Transliteration A: metoikízō Transliteration B: metoikizō Transliteration C: metoikizo Beta Code: metoiki/zw

English (LSJ)

   A lead settlers to another abode, Arist.Oec. 1352a33, OGI264.7 (Pergam.), Act.Ap.7.4; σφᾶς αὐτοὺς εἰς Ῥώμην Plu.Rom.17: metaph., τὰς φρένας μ. Melanth. Trag.1:—Pass., Aristeas 4:—Med., Μυτιλήνη σῶμα μετῳκίσατο IG12(2).443 (Mytil.); also, go to another country, emigrate, Ar.Ec.754, App.Pun.84: metaph., τὸν κλόνον εἰς ὃν ἡ ψυχὴ μετῳκίσατο Ph.1.232.    2 later intr. in Act., SIG880.45 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 161] in einen andern Wohnsitz bringen, übersiedeln, eine Colonie wohin führen, Arist. u. Sp. – Med. sich anders wohin begeben, um sich anzusiedeln, Ar. Eccl. 754 u. Sp. – Pass., μετοικισθῆναι παρ' ἑτέρου πρὸς ἕτερον, Luc. Tim. 21.

Greek (Liddell-Scott)

μετοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ὁδηγῶ τινα εἰς ἄλλον τόπον, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 33· σφᾶς αὐτοὺς εἰς Ρώμην Πλουτ. Ρωμ. 17, κτλ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2211. 10· - μεταφ., μ. τὰς φρένας Μελάνθ. παρὰ Πλουτ. 2. 551Α· - ἐν τῇ Παθ. φωνῇ, ἀπέρχομαι εἰς ἄλλην πόλιν, μεταναστεύω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 754.

French (Bailly abrégé)

f. μετοικίσω, att. μετοικιῶ;
transporter dans une autre résidence, particul. conduire une colonie ; fig. mettre hors de soi, acc..
Étymologie: μέτοικος.

English (Strong)

from the same as μετοικεσία; to transfer as a settler or captive, i.e colonize or exile: carry away, remove into.

English (Thayer)

future (Attic) μετοικιῶ (cf. Buttmann, 37 (32); Winer's Grammar, § 13,1c.); 1st aorist μετῴκισα; to transfer settlers; to cause to remove into another land (see μετά, III:2): τινα followed by εἰς with the accusative of place, ἐπέκεινα with the genitive of place (Thucydides 1,12; Aristophanes, Aristotle, Philo (Josephus, contra Apion 1,19, 3), Plutarch, Aelian; the Sept. several times for הִגְלָה.)

Greek Monolingual

(ΑΜ μετοικίζω)
μεταφέρω ή οδηγώ κάποιον από έναν τόπο και τον εγκαθιστώ σε άλλο
αρχ.
1. μτφ. κάνω κάποιον να χάσει το μυαλό του, να παραλογίζεται
2. (το μέσ.) μετοικίζομαι
α) φεύγω από τον τόπο διαμονής μου και εγκαθίσταμαι αλλού, μεταναστεύω
β) (για πόλη) στέλνω πολίτες για να εγκατασταθούν κάπου ως άποικοι
γ) μτφ. μετεμψυχώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + οἰκίζω «ιδρύω αποικία, στέλνω κάποιον να κατοικήσει»].