ἱροφάντης
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
ὁ, Ion. for ἱεροφ-.
Greek (Liddell-Scott)
ἱροφάντης: ὁ, Ἰων. ἀντὶ ἱεροφάντης.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἱεροφάντης.
Greek Monolingual
ἱροφάντης, ὁ (Α)
ιων. τ. του ιεροφάντης.