σύγχυσις

From LSJ
Revision as of 18:11, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγχῠσις Medium diacritics: σύγχυσις Low diacritics: σύγχυσις Capitals: ΣΥΓΧΥΣΙΣ
Transliteration A: sýnchysis Transliteration B: synchysis Transliteration C: sygchysis Beta Code: su/gxusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (συγχέω)

   A mixture, confusion, confounding, ἡ τῶν ἄλλων (v.l. ὅλων) σ. Hp.Epid.6.3.1; of Babel, LXX Ge. 11.9; σ. ποιήσασθαι Plb.30.22.7; σ. λαβεῖν to be commingled, Plu.2.990a; σ. ὅρων ib.122c; ς. litterularum, Cic.Att.6.9.1; political confusion, σ. τῆς πολιτείας ib.7.8.4, cf. Plb.14.5.8.    b formation of a compound, Chrysipp.Stoic.2.153, al.    2 confusion, ruin, βίου, δόμων, E.Andr. 291 (lyr.), 959; σ. τοῦ κατὰ φύσιν ἡ νόσος Thphr.CP5.8.1; σ. θανάτου μεγάλη 'indiscriminate mortality' LXX 1 Ki.5.6; σ. λήψεται Epicur. Fr.300.    3 Gramm., of composition, confusion, indistinctness, A.D.Pron.12.15, Synt.24.18; opp. εὐκρίνεια, Hermog.Id.1.4.    4 an injury to the eye, synchysis, Dsc.4.12, Eup.1.33, Gal.14.776, Aët. 7.58.    II of persons, confusion, Luc.Nigr.35; σ. ἔχοντες confounded, E.IA1128; σ. ὀμματίων AP5.129 (Maec.).    III of contracts and the like, violation, τῶν σπονδῶν Th.1.146, 5.26; νόμων Isoc.4.114 (pl.); σ. ὁρκίων Plu.Alc.14; τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σ. Pl.R.379e.    2 confusion, SIG684.7 (Dyme, ii B.C.), Act.Ap.19.29.

German (Pape)

[Seite 972] εως, ἡ, Vermischung, Verwirrung, Vernichtung, Vereitlung; ὁρκίων σύγχυσις hieß die erste Hälfte des vierten Buchs der Ilias bei den Gramm., wegen Il. 4, 269; πικρὰ βίου, Eur. Andr. 291; δόμων, 960; ἐπὶ συγχύσει βιοτᾶς, I. A. 551, τῶν σπονδῶν, Thuc. 1, 146, Verletzung, wie Plat. Rep. II. 379 e, νόμων, neben στάσεις, Isocr. 4, 114; Verwirrung, neben ἴλιγγος, Luc. Nigr. 35; νεῶν, Ep. ad. 492 (Plan. 300); καὶ ταραχή, Pol. 14, 5, 8.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχῠσις: -εως, ἡ, (συγχέω) τὸ συγχέειν, σύμμιξις, ἡ τῶν ὅλων σ. Ἱππ. 1174F· σ. ποιεῖσθαι Πολύβ. 30. 13, 7· σύγχυσιν λαβεῖν Πλούτ. 2. 990Α· σ. ὅρων αὐτόθι 122Β σ. literularum, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 9, 1· πολιτικὴ ταραχὴ καὶ ἀκαταστασία, τῆς σ. πολιτείας αὐτόθι 7. 8, 4. 2) σύγχυσις, ὄλεθρος, καταστροφή, βίου, δόμων Εὐρ. Ἀνδρ. 292, 959. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ ὕφους, σύγχυσις, ἀσάφεια. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ταραχή, σύγχυσις, Λουκ. Νιγρῖν. 35, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 8· σ. ἔχειν, συγχεῖσθαι, συνταράττεσθαι, Εὐρ. Ι. Α. 354, 1128. σ. ὀμματίων Ἀνθ. Π. 5. 130. ΙΙΙ. ἐπὶ συνθηκῶν καὶ τῶν ὁμοίων, παράβασις, τῶν σπονδῶν Θουκ. 1. 146, 5. 46· νόμων Ἰσοκρ. 64C· σ. ὁρκίων Πλουτ. Ἀλκιβ. 14, ― ἐπιγραφὴ τοῦ πρώτου ἡμίσεος τοῦ Δ. τῆς Ἰλ., πρβλ. στίχ. 269, Πλάτ. Πολ. 379Ε. 2) διατάραξις, ὄλεθρος, καταστροφή, Συλλ. Ἐπιγρ. 1543.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 confusion, mélange;
2 bouleversement, ruine ; violation de lois, de traités, de serments;
3 trouble de l’esprit, confusion, stupeur.
Étymologie: συγχέω.

English (Strong)

from συγχέω; commixture, i.e. (figuratively) riotous disturbance: confusion.

English (Thayer)

συγχύσεως, ἡ (συγχέω) (from Euripides, Thucydides, Plato down), confusion, disturbance: of riotous persons, 1 Samuel 5:11).