κυφαλέος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
α, ον, poet. for κυφός, AP6.297 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1539] p. = κυφός; ἰξύς Phani. 4 (VI, 297).
Greek (Liddell-Scott)
κῡφᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κυφός, Ἀνθ. Π. 6. 297.
Greek Monolingual
κυφαλέος, -α, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) κυφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + κατάλ. -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος, διψ-αλέος)].