ἄτακτος

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτακτος Medium diacritics: ἄτακτος Low diacritics: άτακτος Capitals: ΑΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: átaktos Transliteration B: ataktos Transliteration C: ataktos Beta Code: a)/taktos

English (LSJ)

ον,

   A not in battle-order, of troops, Hdt.6.93, Th.8.105 (Comp.).    2 not at one's post, Lycurg.39.    II undisciplined, disorderly, θόρυβος Th.8.10; ποιεῖν τὴν πολιτείαν ἀτακτοτέραν Arist.Pol.1319b15; irregular, πυρετός Hp. Coac.26; οὐδὲν ἄ. τῶν φύσει Arist.Ph.252a11; φθορὰ ἄ. casual, Id.HA 556a12; of sensual excess, irregular, inordinate, ἡδοναί, Ἀφροδίτη, Pl.Lg.660b,840e; in Music, without rhythm, μελῳδίαι Aristid.Quint. 1.13; Medic., irregular, σφυγμός Gal.8.458.    2 uncivilized, lawless, βίος Critias25.1 D.    3 Math., ἄτακτα προβλήματα indeterminate, not admitting of a definite solution, Procl.in Euc.p.220 F.    B Adv. -τως in an irregular, disorderly manner, of troops, ἀ. καὶ οὐδενὶ κόσμῳ προσπίπτοντες Th.3.108; ἀ. διώκειν Id.2.91; ἀτακτότερον προσπεσόντες Id.6.97, cf. X.Cyr.1.4.22, Hell.Oxy.6.4; ἀ. φέρεσθαι Isoc.1.32; οὐθὲν ἀ. θεῷ πράττεται Epicur.Ep.3p.65U.    2 irregularly, of fevers, Hp.Epid.1.7; ζῆν Isoc.2.31.    3 Comp. ἀτακτοτέρως somewhat negligently, Demetr.Eloc.53.

German (Pape)

[Seite 383] ungeordnet, eigtl. von Soldaten, die nicht in Reih u. Glied stehen, nicht in Schlachtordnung aufgestellt sind, Her. 6, 93; Thuc. Xen. u. A., ohne Disciplin; ohne Theilnahme am Kampfe, der sich dem Kriegsdienste entzieht, Lycurg. 39. 43; regellos, θόρυβος Thuc. 8, 10; ἡδοναί Plat. Legg. II, 660 b; unmäßig, Ἀφροδίτη VIII, 840 e. – Adv. ἀτάκτως, z. B. ζῆν Isocr. 2, 31; ἔχειν Plat. Phil. 29 a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’est pas en ordre de bataille;
2 qui ne reste pas à son poste ; indiscipliné;
Cp. ἀτακτότερος.
Étymologie: ἀ, τάσσω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1desordenado de soldados y ejércitos que no guarda la formación, desorganizado Ἀθηναῖοι Hdt.6.93, cf. Th.8.105, Isoc.6.80, Hell.Oxy.21.2, Aen.Tact.16.2, 4, στρατιά X.Oec.8.4, cf. Mem.3.1.7, πολέμιοι X.Cyr.1.6.35, ἱππεῖς Aen.Tact.15.5
ref. a multitudes, en cont. milit. y no milit. confuso, caótico ὄχλος Isoc.4.150, Charito 7.4.7, πλῆθος Hdn.4.14.7, θόρυβος Th.8.10, κραυγή Plb.10.14.15, βοή Plb.14.5.12, δρόμος LXX 3Ma.1.19, Longus 1.31.4.
2 inorgánico, mezclado, diverso de palabras o escritos Ἄτακτοι Λόγοι tít. de una obra de Simónides, Simon.148, γλῶσσα δ' ἄτακτα λέληκε la lengua habla sin ninguna coherencia de la persona picada por cierto arácnido, Nic.Th.758, τὸ ἄ. τῆς φωνῆς Luc.Pseudol.23, προκλήσεις ... ἄκριτοι καὶ ἄτακτοι Plu.2.736e, ὁ ἀφορισμός ref. a uno de los Aforismos de Hp., Gal.17(2).566
de la materia cósmica ἄτακτος ἄποιος ἄψυχος Ph.1.5, cf. 329.
3 desordenado, desaliñado προκάλυμμα Hld.6.11.3, τὸ ἄτακτον κόμης Hld.6.9.2.
II no sujeto a norma o sistema, desorganizado, irregular de abstr. ἄ. καὶ θηριώδης βίος Democr.B 5.1, cf. Critias B 25.1, τὸ τυχόν Pl.Ti.46e, πολιτεία Arist.Pol.1319b15, ὅτι ἐκεῖνα μὲν ἅπαντα νόμῳ τέτακται ... ἐν δὲ τοῖς περὶ τοῦ πολέμου ... ἄτακτα D.4.36
en sent. moral desordenado, desenfrenado ἡδοναί Pl.Lg.660b, Plu.2.5a, Ἀφροδίτη Pl.Lg.840e, φοραί Ep.Diog.9.1, βίος D.S.1.8, καὶ μηδὲν ἄτακτον ποιήσητε T.Nephth.2.9, cf. 1Ep.Thess.5.14
que no sigue una regla fija, no sistemático φύσις D.25.15, ἡ ὕλη Numen.4a.5, 6, ἡ φθορὰ (τῶν ᾠῶν) Arist.HA 556a12, ὁ μετεωρισμός Thphr.CP 1.3.5
medic. que no sigue un curso regular πυρετός Hp.Coac.26, πάθη Anon.Lond.3.11, σφυγμός Gal.8.458, πνεύματος ἄτακτος κίνησις Gal.17(2).649
mús. sin ritmo μελῳδίαι Aristid.Quint.31.25
mat. que no admite una solución definida προβλήματα Procl.in Euc.220.12, pero ἄτακτοι ἄλογοι como una categoría específica de los números irracionales, tít. de una obra de Apollon.Perg.Fr.30
de pers. que no se somete a la norma, rebelde Ἀταρρίου τὸ ἄτακτον Ael.VH 14.47a, de Safo ἄ. οὖσα τὸν τρόπον Vit.Sapph. en POxy.1800.1.17, cf. PFlor.332.4 (II d.C.).
III no registrado ref. a la milicia no alistado ἄτακτον ... ὑπομεῖναι Lycurg.39, πόλεις ἄτακτοι ciudades no inscritas entre aquéllas que deben pagar impuestos IG 13.278.23 (V a.C.).
IV adv. -ως
1 desordenadamente de tropas προσπίπτειν Th.3.108, διώκειν Th.2.91, cf. X.Cyr.1.4.22, Plb.3.43.5, 4.12.11, Hell.Oxy.11.4, de letras ἀ. παραλαμβάνεσθαι Gramm.Pap.9.29, gener. de una multitud φεύγειν Ach.Tat.2.18.4
descontroladamente de un carro φέρεσθαι Isoc.1.32, de un caballo κινεῖσθαι Aristid.Quint.55.1, τὸν οἶνον ... ἀ. χρῆσθαι Mnesith.Ath.41.3
alocadamente ref. a la juventud φθέγγοιτο δ' ἀεὶ ἀ. καὶ πηδῷ Pl.Lg.664e.
2 sin normas, irregularmente ζῆν Isoc.2.31, Arist.Pol.1.319b32
en sent. moral desenfrenadamente περιπατεῖν 2Ep.Thess.3.6, τῶν ἀνόμως καὶ ἀ. βιούντων I.Ap.2.151
medic. ref. a síntomas ἀ. γίνεσθαι presentarse atípicamente Hp.Epid.1.7, 8, Epid.3.17.9.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of τάσσω; unarranged, i.e. (by implication) insubordinate (religiously): unruly.

English (Thayer)

ἄτακτον (τάσσω), disorderly, out of the ranks, (often so of soldiers); irregular, inordinate (ἀτακτοι ἡδοναι immoderate pleasures, Plato, legg. 2,660b.; Plutarch, de book educ. c. 7), deviating from the prescribed order or rule: Herodotus and) Thucydides down; often in Plato.)

Greek Monolingual

και άταχτος, -η, -ο (AM ἄτακτος, -ον) τάσσω
1. ακατάστατος, χωρίς τάξη
2. απειθάρχητος
μσν.- νεοελλ.
1. αναιδής, θρασύς
2. απρεπής
νεοελλ.
1. ζωηρός, ανήσυχος
2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι
αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό
3. φρ. «άτακτη φυγή» ή «...υποχώρηση» — απότομη ή εσπευσμένη αποχώρηση από μάχη ή συζήτηση
αρχ.
1. ο μη παραταγμένος σε θέση μάχης
2. (βίος) αγροίκος, απολίτιστος
3. ο μη τακτικός, ο έκτακτος, ο τυχαίος
4. (για σαρκικές απολαύσεις) άμετρος, άκρατος
5. μαθημ. «άτακτα προβλήματα» — αυτό που δεν επιδέχονται οριστική λύση.