βένθος

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βένθος Medium diacritics: βένθος Low diacritics: βένθος Capitals: ΒΕΝΘΟΣ
Transliteration A: bénthos Transliteration B: benthos Transliteration C: venthos Beta Code: be/nqos

English (LSJ)

εος, τό, poet.,

   A = βάθος, depth of the sea, κατὰ βένθος ἁλός Il. 18.38,49; ἁλὸς βένθοσδε Od.4.780, 8.51: in pl., ὅστε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν 1.53; ἐν βένθεσσιν ἁλός Il.1.358; βένθεσι λίμνης 13.21, 32; also βαθείης βένθεσιν ὕλης Od.17.316: metaph., βένθεϊ σῆς κραδίης AP5.273 (Paul. Sil.).—Used also by Emp.35.3, al., Pi. O.7.57, and in lyr., E.Fr.304, Ar.Ra.666. (Cf. βαθύς.)

German (Pape)

[Seite 442] (Nebenform von βάθος, vgl. πάθος πένθος), τό, die Tiefe; bei Hom. meist die Tiefe des Meeres: κατὰ βένθος ἁλός Iliad. 18, 38. 49, θαλάσσης πάσης βένθεα Odyss. 1, 53. 4, 386, ἐν βένθεσσιν ἁλός Iliad. 1, 358. 18, 36, βένθεσι λίμνης Iliad. 13, 21, βαθείης βένθεσι λίμνης Versende 18, 32; vom Walde Odyss. 17, 316 βαθείης βένθεσιν ὕλης Versende, offenbar nach dem Muster der eben vorgelegten Stelle Iliad. 13, 32 gedichtet. – Pind. Ol. 7, 57 ἁλμυροῖς ἐν βένθεσιν. – Oefter bei Sp. übertr., κραδίης P. Sil. 27 (V, 274); ἐχεφροσύνης Id. 68 (IX, 767).

Greek (Liddell-Scott)

βένθος: -εος, τό, ποιητ. ἀντὶ βάθος, ὡς πένθος, πάθος, τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, κατὰ βένθος ἁλὸς Ἰλ. Σ. 38. 49· ἁλὸς βένθοσδε Ὀδ. Δ. 780., Θ. 51· - ἐν τῷ πληθ., ὅστε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν Α. 53· ἐν βένθεσσιν ἁλός Ἰλ. Λ. 358· βένθεσι λίμνης ὁ αὐτ. Ν. 21, 32· - ὡσαύτως, βαθείης βένθεσιν ὕλης Ὀδ. Ρ. 316· - μεταφ. βένθεϊ σῆς κραδίης Ἀνθ. II. 5. 274· - Ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ Πινδάρω καὶ ἅπαξ ἢ δὶς παρὰ Τραγ. ἐν χορικοῖς, Εύρ. Ἀποσπ., πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 666.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
fond, profondeur.
Étymologie: poét. cf. βάθος.

English (Autenrieth)

εος (βαθύς): depth, also pl., depths; θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν, Od. 1.53; βένθεα ὕλης, Od. 17.316; ἁλὸς βένθοσδε, ‘into deep water,’ Od. 4.780.

English (Slater)

βένθος
   1 depth, abyss ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν (O. 7.57)

Spanish (DGE)

-εος, τό

• Morfología: [ép. plu. dat. -εσσιν Il.1.358]
profundidad, abismo del mar κατὰ β. ἁλός Il.18.38, cf. E.Fr.304, εἰς β. ἀμαυρόν A.Fr.273a.6, ἐνέρτατον β. δίνης Emp.B 35.3, ὕδατος β. Emp.B 84.10
frec. en plu. ἐν βένθεσσιν ἁλός Il.1.358, cf. Alcm.89.5, Ar.Ra.666, βένθεσι λίμνης Il.13.21, 32, cf. Hes.Th.365, θαλάσσης ... βένθεα Od.1.53, βένθεα πόντου h.Cer.38, ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν Pi.O.7.57, cf. Orph.A.68
fig. βαθείης βένθεσιν ὕλης Od.17.316, βένθεα νυκτὸς ἐρεμνᾶς Stesich.8.3, βένθεϊ σῆς κραδίης AP 5.274 (Paul.Sil.).

• Etimología: v. βαθύς.

Greek Monolingual

το (Α βένθος)
ο βυθός της θάλασσας
νεοελλ.
1. ο βυθός των ωκεανών, των θαλασσών, των ποταμών και των λιμνών
2. το σύνολο των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στον βυθό των θαλασσών και των λιμνών
αρχ.
φρ. «βένθει σῆς κραδίης» — στο βάθος της καρδιάς σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βάθος, βαθύς.