βροτόεις

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροτόεις Medium diacritics: βροτόεις Low diacritics: βροτόεις Capitals: ΒΡΟΤΟΕΙΣ
Transliteration A: brotóeis Transliteration B: brotoeis Transliteration C: vrotoeis Beta Code: broto/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (βρότος)

   A gory, ἔναρα Il.6.480, etc.; ἀνδράγρια 14.509.    II = βρότειος, Nonn.D.47.431 (s. v. l.).

German (Pape)

[Seite 465] εσσα, εν, blutig, blutbespritzt; Hom. ἔναρα βροτόεντα Iliad. 6, 480. 8, 534. 10, 528. 570. 15, 347. 17, 13. 540. 22, 245; βροτόεντ' ἀνδράγρια Iliad. 14, 509; – ἔναρα βροτόεντα Hesiod. Scut. 367.

Greek (Liddell-Scott)

βροτόεις: εσσα, εν, (βρότος) ᾑματωμένος, κεκηλιδωμένος μὲ ἀνθρώπινον αἷμα, ἐπὶ τοῦ ὁπλισμοῦ τῶν φονευθέντων, ἔναρα Ἰλ. Ζ.480, κτλ.· ἀνδράγρια Ξ. 509.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
couvert de sang.
Étymologie: βρότος.

English (Autenrieth)

(βρότος): bloody, gory. (Il.)

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
humano μέλεα Stesich.15.2.13S., δέμας Nonn.D.47.431 (v.l.), cf. βροτός.
-εσσα, -εν
sangriento, ἔναρα Il.6.480, 8.534, Hes.Sc.367, ἀνδράγρια Il.14.509, ὠτειλή Hom.Fr.8, cf. βρότος.

Greek Monolingual

βροτόεις, -εσσα, -εν (Α) βρότος
κηλιδωμένος με ανθρώπινο αίμα.