ἔνερσις

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνερσις Medium diacritics: ἔνερσις Low diacritics: ένερσις Capitals: ΕΝΕΡΣΙΣ
Transliteration A: énersis Transliteration B: enersis Transliteration C: enersis Beta Code: e)/nersis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐνείρὠ

   A fitting in, fastening, ἐνέρσει χρυσῶν τεττίγων, used by old men at Athens to fasten up their hair, Th.1.6.

German (Pape)

[Seite 839] ἡ, das Hineinfügen, -stecken, Thuc. 1, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνερσις: -εως, ἡ, (ἐνείρω), τὸ ἐνείρειν, ἐντιθέναι, ἐναρμόζειν, χρυσῶν τεττίγγων ἐνέρσει, οὓς ἐκάρφωνον εἰς τὴν κόμην των οἱ πρεσβύτεροι τῶν εὐγενῶν Ἀθηναίων πρὸς συγκράτησιν τῶν τριχῶν ἐν τῇ κορυφῇ ἐν ᾗ ἐσχημάτιζον κρώβυλον, δηλ. εἶδος πλέγματος τῶν τριχῶν λῆγον εἰς σχῆμα κώνου ἐν τῇ κορυφῇ, Θουκ. 1. 6.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’enrouler, d’enlacer, d’attacher.
Étymologie: ἐνείρω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
inserción χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι ciñendo la cabellera mediante la inserción de (pasadores en forma de) cigarras de oro de los atenienses, Th.1.6, cf. Agath.1.3.4, de un hilo en un astrágalo como método de cifra, Aen.Tact.31.19, βρόχου βραχέος ἐνέρσει τὰ ξύλα ... νεύειν Procop.Goth.1.21.15, cf. 2.23.37.

Greek Monolingual

ἔνερσις, η (AM) ενείρω
εναρμογή, προσαρμογή, ένθεση («ἡ τιάρα ἐνέρσει ἀνθράκων ἀπολάμπουσα τῇ λαμπρότητι», Θεοφύλ. Σιμοκ.).