ἐπιείκεια

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιείκεια Medium diacritics: ἐπιείκεια Low diacritics: επιείκεια Capitals: ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ
Transliteration A: epieíkeia Transliteration B: epieikeia Transliteration C: epieikeia Beta Code: e)piei/keia

English (LSJ)

ἡ,

   A reasonableness, ἔχει τινὰ οὗτος ὁ λόγος ἐπιείκειαν Hp. Fract.31.    2. equity, opp. strict law, Arist.Top.141a16, etc.; κατ' ἐπιείκειαν, opp. κατὰ τοὺς ὅρκους, Isoc.18.34; ἄκαμπτον εἰς ἐ. Plu.Cat.Mi.4.    3. of persons, reasonableness, fairness, Th.3.40, 48, 5.86, Pl.Lg.735a, etc.; ἐ. καὶ πρᾳότης Plu.Per.39, cf.2 Ep.Cor.10.1; also, goodness, virtuousness, Lys.16.11, D.21.207, Arist.EN1175b24: pl., joined with χάριτες, Isoc.4.63, cf. 15.149.    II. personified, Clemency, Plu.Caes.57.

German (Pape)

[Seite 940] ἡ, die Billigkeit, nach Plat. defin. 412 b u. Arist. Eth. Nic. 5, 10 Milderung des strengen Rechtes mit Berücksichtigung der Umstände, ἐπιεικείᾳ τινὶ δ, καίᾳ χρώμενον Plat. Legg. V, 735 a. Vgl. οὐκ ἄξιον οὔτε κατὰ χάριν οὔτε κατ' ἐπιείκειαν οὔτε κατ' ἄλλο οὐδὲν ἢ κατὰ τοὺς ὅρκους ψηφίσασθαι Isocr. 18, 34, wie εἰ δὲ δεῖ τὰς χάριτας καὶ τὰς ἐπιεικείας ἀνελόντας τὸν ἀκριβέστατον τῶν λόγων εἰπεῖν, ohne Rücksicht auf Dank oder Billigkeit, 4, 63; καὶ πρᾳότης Plut. Pericl. 39; Caes. 57 ist ἐπιεικείας ἱερόν Clementiae fanum, wie auch Thuc. οἶκτος καὶ ἐπ. vrbdt, 3, 48. Allgemeiner, gute, anständige Lebensweise, der ἀκολασία entggstzt, Lys. 16, 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
convenance, modération, équité ; en gén. douceur, bonté ; la Clémence personnifiée.
Étymologie: ἐπιεικής.

English (Strong)

from ἐπιεικής; suitableness, i.e. (by implication) equity, mildness: clemency, gentleness.

English (Thayer)

(WH ἐπιεικία, see Iota), ἐπιεικείας, ἡ, (ἐπιεικής, which see), mildness, gentleness, fairness (`sweet reasonableness' (Matthew Arnold)): πραότης (which see), Plutarch, Pericl. 39; with φιλανθρωπία, Polybius 1,14, 4; Philo, vit. Moys. i. § 36; with χρηστότης, Herodian, 5,1, 12 (6 edition Bekker). Cf. Plato, defin., p. 412b. Aristotle, eth. Nic. 5,10. (SYNONYMS: ἐπιείκεια, πραότης: "πραότης magis ad animum ἐπιείκεια vero magis ad exteriorem conversationem pertinet (Estius on πραότης virtus magis absoluta; ἐπιείκεια magis refertur ad alios (Bengel, ibid.). See at length Trench, § xliii.]

Greek Monolingual

η (AM ἐπιείκεια) επιεικής
συγκαταβατικότητα, μετριοπάθεια, κρίση ή τιμωρία με ηπιότηταζητώ την επιείκεια του δικαστηρίου», «παρακαλῶ ἀκοῦσαί σε ἡμῶν συντόμως τῇ σῇ ἐπιεικείᾳ», ΚΔ)
αρχ.-μσν.
1. τήρηση του μέτρου, σύνεση
2. καλοσύνη, αγαθότητα
αρχ.
1. το λογικό, το εύλογο («λόγος ἔχει ἐπιείκειάν τινα»)
2. (για πρόσ.) ευθύτητα στη συμπεριφορά απέναντι σε κάποιον («ἡ ἐπιείκεια πρὸς τοὺς μέλλοντας ἐπιτηδείους», Θουκ.)
3. προσωποπ. θεότητα της επιείκειας («το γε τῆς Ἐπιεικείας ἱερόν», Πλούτ.).