κελευθήτης

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευθήτης Medium diacritics: κελευθήτης Low diacritics: κελευθήτης Capitals: ΚΕΛΕΥΘΗΤΗΣ
Transliteration A: keleuthḗtēs Transliteration B: keleuthētēs Transliteration C: kelefthitis Beta Code: keleuqh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A wayfarer, AP6.120 (Leon.: prob. -ίτης).

German (Pape)

[Seite 1414] ὁ, der Wanderer, Leon. Tar. 60 (VI, 120).

Greek (Liddell-Scott)

κελευθήτης: -ου, ὁ, ὁδοιπόρος, Ἀνθ. Π. 6. 120, πρβλ. κελευθοπόρος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voyageur.
Étymologie: κέλευθος.

Greek Monolingual

κελευθήτης, ὁ (Α)
ο οδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + κατάλ. -ήτης (πρβλ. αυλ-ήτης, σκην-ήτης)].