κιστίς
From LSJ
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
English (LSJ)
ίδος (εως Nic.Dam.52 J.), ἡ, Dim. of κίστη, Hp.Mul.1.104, dub. in Hld.4.11; κιστίδος used to balance ἀσπίδος, Ar.Ach.1138.
German (Pape)
[Seite 1443] ίδος, ἡ, dim. von κίστη, mit Anspielung auf κύστις, Ar. Ach. 1138.
Greek (Liddell-Scott)
κιστίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κίστη, Ἱππ. 635. 52· ἴδε ἐν λέξ. κίστη.
Greek Monolingual
κιστίς, -ίδος και κίστεως, ἡ (Α)
μικρό κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + υποκορ. κατάλ. -is (πρβλ. θυρ-ίς, πινακ-ίς)].