κοτέω

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτέω Medium diacritics: κοτέω Low diacritics: κοτέω Capitals: ΚΟΤΕΩ
Transliteration A: kotéō Transliteration B: koteō Transliteration C: koteo Beta Code: kote/w

English (LSJ)

(κότος) Ep. and Lyr. Verb, used in the forms cited below, without distinction of voice,

   A bear one a grudge, be angry at him, c. dat. pers., κοτεσσάμενος Τρώεσσιν Il.5.177, cf. 18.367; Τυδέος υἷι κοτέσσατο Φοῖβος 23.383; τῷ δ' ἄρ' Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο 2.223; τοῖσίν τε κοτέσσεται (Ep. for κοτέσηται) 5.747, 8.391, Od.1.101; λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντες Hes.Sc.403: prov., κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτονι τέκτων Id.Op.25: c.dat.rei, βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων Pi.Supp.13a31: c. gen. rei, ἀπάτης κοτέων angry at the trick, Il.4.168; κοτεσσαμένη τό γε θυμῷ, οὕνεκα . . 14.191: abs., οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος 1.181, cf. 23.391; κεκοτηότι θυμῷ (Ep. pf. part.) with angry heart, 21.456, Od.9.501, 19.71: aor. κοτέσασα h.Cer.254; Διωνύσῳ κοτέσασα Euph.14.

Greek (Liddell-Scott)

κοτέω: Ἐπικ. ῥῆμα εὔχρηστον ἐν τοῖς κατωτ. σημειουμένοις τύποις ἄνευ διακρίσεως φωνῆς (κότος). Φυλάττω πάθος κατά τινος, ὀργίζομαι, μετὰ δοτ. προσώπ., κοτεσσάμενος Τρώεσσιν Ἰλ. Ε. 177, πρβλ. Σ. 367· Τυδέος υἷι κοτέσσατο Φοῖβος Ψ. 383· τῷ δ’ ἂρ Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο Β. 223· τοῖσίν τε κοτέσσεται (Ἐπικ. ἀντὶ κοτέσηται) Ε. 747., Θ. 391, Ὀδ. Α. 101· λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντε Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 402· παροιμ., κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 25· ― μετὰ γεν. πράγμ., ἀπάτης κοτέων..., ὀργιζόμενος ἐπὶ τῇ ἀπάτῃ, Ἰλ. Δ. 168· ὡσαύτως κοτεσσαμένη τόγε θυμῷ, οὕνεκα..., Ξ. 191· ― ἀπολ., οὐδ’ ὄθομαι κοτέοντος Α. 181, πρβλ. Ψ. 391· κεκοτηότι θυμῷ, μὲ ψυχὴν πλήρη ὀργῆς, Φ. 456, Ὀδ. Ι. 501., Τ. 71· ἀόρ. κοτέσσασα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 255.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés., part. ao. et part. pf. au sens du prés.
être irrité, garder rancune : τινος de qch ; κεκοτηότι θυμῷ IL, OD d’un cœur irrité;
Moy. κοτέομαι-οῦμαι être irrité : τινι contre qqn ; garder rancune à qqn ; ou avec acc., τόγεοὕνεκα être irrité de ce que.
Étymologie: κότος.

English (Autenrieth)

perf. part. κεκοτηώς, mid. aor. κοτέσσατο: be angry with, τινί, also w. causal gen., Il. 4.168.

English (Slater)

κοτέω
   1 be angry with c. dat. ]λαῶν ξενοδαίκτα βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων θαμά sc. Ἡρακλέης fr. 140a. 57 (31). ]κοτέσσατ' επ[ Δ. 4. b. 7.

Greek Monolingual

κοτέω (Α) κότος
1. είμαι οργισμένος με κάποιον, τρέφω οργή, έχθρα, μίσος, οργίζομαι (α. «τῆσδ' ἀπάτης κοτέων», Ομ. Ιλ.
β. «εἰ μή τις θεός ἐστι κοτεσσάμενος Τρώεσσιν», Ομ. Ιλ.)
2. φθονώ, τρέφω αντιζηλία («κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων», Ησίοδ.).