κτίζω

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτίζω Medium diacritics: κτίζω Low diacritics: κτίζω Capitals: ΚΤΙΖΩ
Transliteration A: ktízō Transliteration B: ktizō Transliteration C: ktizo Beta Code: kti/zw

English (LSJ)

Emp.23.6, etc.: fut. -ίσω A.Ch.1060: aor.

   A ἔκτῐσα Od.11.263, etc.; poet. ἔκτισσα Pi.P.1.62, A.Pers.289 (lyr.), κτίσσα Il.20.216, κτίσα Pi.P.5.89: pf. ἔκτῐκα Lyr.Alex.Adesp.1.8, D.S.7.5, 15.13:— Med., poet.aor. ἐκτίσσατο Pi.O.10(11).25, Fr.1.4 (ἐκτής- codd.):— Pass., fut. κτισθήσομαι Str.Chr.5.38, D.H.1.56: aor. ἐκτίσθην Th.1.12, etc.: pf. ἔκτισμαι Hdt.4.46, Hp.Art.45, E.Fr.360.9:—people a country, build houses and cities in it, κτίσσε δὲ Δαρδανίην Il.l.c.; κ. χώρην, νῆσον, Hdt.1.149, 3.49.    2 of a city, found, build, Θήβης ἕδος ἔκτισαν Od.l.c., cf. Hdt.1.167, 168, Th.6.4, PCair.Zen.169 (iii B.C.); ἀποικίαν A.Pr.815:—Pass., to be founded, Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν founded by emigrants from Colophon, Hdt.1.16, cf.7.153, 8.62; μήτε ἄστεα μήτε τείχεα ἐκτισμένα no fixed cities or walls, Id.4.46; -ομένη πόλις Phld.Rh.2.155 S.    3 κ. ἄλσος plant a grove, Pi.P.5.89; βωμόν set up an altar, Id.O.7.42; ἑορτάν, ἀγῶνα, found, establish it, ib.6.69, 10(11).25 (Med.); τὸν Κύρνον . . κτίσαι, ἥρων ἐόντα establish his worship, Hdt.1.167; δαῖτάς τινι A.Ch.484 (Pass.); τάφον τινί S.Ant.1101; αἵρεσιν Phld.Rh.1.77 S.; σύνοδον IG22.1343.12 (i B.C.).    4 produce, create, bring into being, γόνῳ τινά A.Supp.172 (lyr.); bring about, τελευτήν ib.140 (lyr.), cf. Ch.441 (lyr.); ὁ τὴν φιλίην ἐκτικώς Lyr.Alex.Adesp. l.c.; of painters, δένδρεα . . καὶ ἀνέρας ἠδὲ γυναῖκας Emp.l.c.; ἵπποισι τὸν χαλινὸν κτίσας having invented it, S.OC715 (lyr.).    5 make so and so, ἐλεύθερον κ. τινά A.Ch.1060; ἔνθεον κτίσας φρένα Id.Eu.17, cf. 714; ποτανὰν εἴ σέ τις θεῶν κτίσαι E. Supp.620 (lyr.), cf. A.Pers.289 (lyr.).    6 perpetrate a deed, S.Tr. 898. (Cf. Skt. kséti 'reside', k[snull ]itís ( = κτίσις) 'habitation'.)

German (Pape)

[Seite 1519] perf. κεκτικέναι D. Sic. fr. 19, aber ἔκτισμαι Eur. fr. Erechth. 17, 9; ein Land bebauen, bewohnbar machen, mit Ansiedlern bevölkern; κτίσσε δὲ Δαρδανίην Il. 20, 216; χώρην, νῆσον, Her. 1, 149. 4, 178; – bes. eine Stadt gründen; οἳ πρῶτοι Θήβης ἕδος ἔκτισαν Od. 11, 262; πόλιν ἔκτισσεν Pind. P. 1, 62; ἀποικίαν Aesch. Prom. 817; πόλιν Her. 1, 168; Thuc. 1, 7; Plat. Prot. 322 b; Isocr. 4, 35; Folgde; – auch βωμὸν θεᾷ, Pind. Ol. 7, 42; – übh. gründen, einrichten, ἄλσεα P. 5, 89, ἑορτὰν καὶ τεθμὸν ἀέθλων Ol. 6, 69; τάφον τινί Soph. Ant. 1088, ἵπποισι τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν πρώταισι ταῖσδε κτίσας ἀγυιαῖς, d. i. er erfand ihn, O. C. 719; – bei den Tragg., bes. Aesch. auch = hervorbringen, machen; παῖδα, τὸν αὐτός ποτ' ἔκτισεν γόνῳ, das Kind, das er selbst erzeugt, Aesch. Suppl. 163, vgl. 1053; οὕτω γὰρ ἄν σοι δαῖτες ἔννομοι βροτῶν κτιζοίατο Ch. 477; ἐλεύθερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει 1056, wird dich von diesem Leide befreien, u. öfter; καὶ ταῦτ' ἔτλη χεὶρ γυναικεία κτίσαι, dies auszuführen, dies zu thun, Soph. Tr. 894; ποτανὰν εἴ σέ τις θεῶν κτίσαι Eur. Suppl. 620. – S. κτίλος u. κτίμενος.

Greek (Liddell-Scott)

κτίζω: μέλλ. -ίσω, Αἰσχύλ. Χο. 1060: ἀόρ. ἔκτῐσα, Ὀδ., Ἀττ., Ἐπικ. ὡσαύτως ἔκτισσα, κτίσσα Ἰλ., Πίνδ.· πρκμ. κέκτῐκα Διοδ. Ἀποσπ. 7. 3 Bekk., ἀλλά, ἔκτικα ὁ αὐτ. 15. 13 ― Μέσ., ποιητ. ἀόρ. ἐκτίσσαντο Πινδ. Ο. 11 (10). 31, πρβλ. Ἀποσπ. 4. 4. ― Παθ., μέλλ. κτισθήσομαι Χρηστομ. Στράβ. 4. 483 Κραμῆρ., Διον. Ἁλ. 1. 56· ἀόρ. ἐκτίσθην Θουκ., κτλ. ·πρκμ. ἔκτισμαι Ἡρόδ. 4. 46, Ἱππ. 810C, Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 9. (Ἐκ τῆς √ΚΤΙ, πρβλ. ἀμφί-κτίονες, περικτίονες, εὐκτίμενος· ὡσαύτως Σανσκρ. kshi, kshi-yâmi (habito), kshi-tis (habitatio)· ἴσως τὸ κτάομαι εἶναι συγγενές, ἴδε Κουρτ. Gr. Et. ἀρ. 78). Συνοικίζω χώραν, οἰκοδομῶ οἰκίας καὶ πόλεις ἐν αὐτῇ, ἐγκαθίστημι οἰκήτορας, κτίσσε δὲ Δαρδανίην Ἰλ. Υ. 216· κτ. χώρην, νῆσον Ἡρόδ. 1. 149., 3. 49, πρβλ. Θουκ. 1. 7. 2) ἐπὶ πόλεως, ὡς καὶ νῦν, κτίζω, ἱδρύω, θεμελιώνω, οἰκοδομῶ, ἀνεγείρω, Θήβης ἕδος ἔκτισαν Ὀδ. Λ. 263, Ἡρόδ. 1. 167, 168, Θουκ. 6. 4· ἀποικίαν Αἰσχύλ. Πρ. 815. ― Παθ., ἱδρύομαι, κτίζομαι, Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν, ἱδρυθεῖσαν ὑπὸ μετοίκων ἐκ Κολοφῶνος, Ἡρόδ. 1. 16, πρβλ. 7. 153., 8. 62· μήτε ἄστεα μήτε τείχεα ἐκτισμένα ὁ αὐτ. 4. 46. 3) κτ. ἄλσος, φυτεύειν ἄλσος, Πινδ. Π. 5. 120· κτ. βωμόν, ἱδρύειν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7. 74· κτ. ἑορτήν, ἀγῶνα, ἱδρύω, αὐτόθι 116., 10 (11). 32 (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ)· τὸν Κύρνον... κτίσαι ἥρωα ἐόντα, πιθ., ἵδρυσε, καθιέρωσε τὴν λατρείαν αὐτοῦ, Ἡρόδ. 1. 167· κτ. δαῖτάς τινι Αἰσχύλ. Χο. 484· τάφον τινὶ Σοφ. Ἀντ. 1101. 4) παράγω, δημιουργῶ, φέρω εἰς ὕπαρξιν, κτ. γόνῳ τινὰ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 171· φέρω, ἐπιφέρω, τελευτὴν αὐτόθι 140, πρβλ. Χο. 441· ἐπὶ ζωγραφίας, πρῶτος παριστάνω, Ἐμπεδ. 139· ἵπποισι τόν... χαλινὸν κτίσας, ἐφευρών, Σοφ. Ο. Κ. 715. 5) κάμνω τινὰ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, ἐλεύθερον κτ. τινα Αἰσχύλ. Χο. 1060· ἔνθεον φρένα κτίσας ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 17, πρβλ. 714· ποτανὰν εἴ μέ τις θεῶν κτίσαι Εὐρ. Ἱκέτ. 621· ἴδε Blomf. Pers. 294 (289). 6) ἐκτελῶ ἔργον τι, Σοφ. Τρ. 898.

French (Bailly abrégé)

f. κτίσω, ao. ἔκτισα, pf. κέκτικα;
Pass. ao. ἐκτίσθην, pf. ἔκτισμαι;
1 bâtir (des maisons, des villes) ; asseoir des constructions : Δαρδανίην IL, χώρην HDT en Dardanie, dans un pays;
2 p. ext. fonder en gén. : κτίζειν πόλιν HDT bâtir une ville ; Θήβης ἕδος OD jeter les fondements de Thèbes ; ἀποικίαν ESCHL fonder une colonie ; τάφον τινί SOPH élever un tombeau à qqn;
3 p. anal. fonder, instituer : ἵπποισιν τὸν χαλινόν SOPH inventer le frein pour les chevaux ; avec un part. : Κύρνον κτίζειν ἥρων ἐόντα HDT instituer le culte de Kyrnos comme héros;
4 p. ext. créer, produire : γόνῳ τινά ESCHL donner le jour à qqn ; ἐλεύθερόν τινα πημάτων ESCHL délivrer qqn de ses souffrances;
5 accomplir, faire en gén.
Étymologie: R. Κτι, skr. Kshi « établir ».

English (Autenrieth)

aor. ἔκτισα, κτίσσε: settle, found, a city or land.

English (Slater)

κτίζω (aor. κτᾰσεν, ἔκτισσε, ἔκτᾰσαν; κτᾰσῃ; κτᾰσαιεν, κτίσσειεν: aor. med. ἐκτίσσατο, κτισσάσθαν: aor. pass. κτίσθη.)
   a found, establish cities, πόλιν Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (P. 1.62) κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ (P. 4.7) ἐπεὶ κτίσθη νέον Troy (O. 8.37) altars, sanctuaries, εὖτ' ἂν Ἡρακλέης πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ τεθμόν τε μέγιστον (O. 6.69) ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα (O. 7.42) ἀγῶνα δ' Διός, ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος βωμῷ ἑξάριθμον ἐκτίσσατο (O. 10.25) κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν (P. 5.89) a line, people, ἄτερ δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον (Mommsen: κτισάσθαν, κτησάσθαν, κτησάσθην codd.: sc. Pyrrha and Deukalion) (O. 9.45)
   b settle, colonize σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο (Hermann: ἐκτήσατο cod.: sc. Αἴγιναν) (I. 9.4) καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες. Σ.) (Pae. 5.39)

Spanish

crear

English (Strong)

probably akin to κτάομαι (through the idea of proprietorship of the manufacturer); to fabricate, i.e. found (form originally): create, Creator, make.

English (Thayer)

1st aorist ἔκτισα; perfect passive ἐκτισμαι; 1st aorist passive ἐκτίσθην; the Sept. chiefly for בָּרָא; properly, to make habitable, to people, a place, region, island (Homer, Herodotus, Thucydides, Diodorus, others); hence to found, a city, colony, state, etc. (Pindar and following; 1Esdr. 4:53). In the Bible, to create: of God creating the world, Prayer of Manasseh , etc., Winer's Grammar, 272 (255)); Josephus, Antiquities 1,1, 1; Philo de decal. § 20)); absolutely, ὁ κτίσας, the creator, Tr WH); equivalent to to form, shape, i. e. (for substance) completely to change, to transform (of the moral or new creation of the soul, as it is called), κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπί ἔργοις ἀγαθοῖς, in intimate fellowship with Christ constituted to do good works (see ἐπί, B. 2a. ζ.), τούς δύο εἰς ἕνα καινόν ἐνθρωπον, ibid. 15; τόν κτισθέντα κατά Θεόν, formed after God's likeness (see κατά, II:3c. δ.), καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί, Psalm 51:12>)).

Greek Monolingual

και χτίζω (AM κτίζω)
1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ.
δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.)
2. δημιουργώ από το μηδέν, πλάθω (α. «ο θεός έκτισε τον κόσμο» β. «καὶ γὰρ οὐκ ἐκτίσθη ἀνὴρ διὰ τὴν γυναῑκα, ἀλλὰ γυνὴ διὰ τὸν ἄνδρα», ΚΔ)
νεοελλ.-μσν.
1. περικλείω με τοίχο, φράζω («έκτισαν τα βορεινά παράθυρα»)
2. φτιάχνω, κατασκευάζω
3. συναρμόζω δομικά υλικά, για να κατασκευάσω κτήριο, κατασκευάζω οικοδόμημα, οικοδομώ (α. «κτίστηκαν πολλά σπίτια στο χωριό» β. «λαβεῑν ἐξουσίαν τοῡ κτίσαι ναὸν ἐπ' ὀνόματι τῆς ἁγίας Τριάδος», Μηναί.)
4. ανακαινίζω οικοδόμημα, ανοικοδομώ
5. αποκτώ
6. (σχετικά με δρόμο) χαράζω, ακολουθώ
7. αναγορεύω κάποιον
8. φυλακίζω κάποιον
9. φρ. α. «κτίζω στον (ή στην) άμμο» — ματαιοπονώ
β. «κτίζω εις το νερόν» ή «κτίζω στα νέφαλα» — ματαιοπονώ
μσν.-αρχ.
1. ιδρύω, καθιδρύω («πατρί ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», Πίνδ.)
2. εκτελώ ένα έργο («καὶ ταῡτ' ἔτλη τις χεὶρ γυναικεία κτίσαι», Σοφ.)
αρχ.
1. αποικίζω χώρα, εγκαθίσταμαι ως οικήτορας («κτίσσε δέ Δαρδανίην», Ομ. Ιλ.)
2. (σχετικά με άλσος) φυτεύω
3. (σχετικά με ζωγραφική εικόνα) παριστάνω πρώτος
4. εφευρίσκω, επινοώ
5. φέρω, επιφέρω
6. καθιστώ κάποιον τέτοιον ή τέτοιον («ἐλεύθερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει» — θα σέ απελευθερώσει, θα σέ καταστήσει ελεύθερο από αυτά τα πάθη, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτίμενος, που απαντά στον Όμηρο, μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή (kitimeno «εκχερσώνω, καλλιεργώ»), πρβλ. και αρχ. ινδ. kse-ti «κατοικώ». Ο τ. περι-κτί-ται εμφανίζει επίθημα -tā και συνδέεται με το αρχ. ινδικό pari-ksit- «αυτός που κατοικεί τριγύρω». Το ίδιο επίθημα βρίσκουμε και στο εὔ-κτιτος, καθώς και στο αβεστ. ana-sita «ακατοίκητος». Ο τ. κτίσις μπορεί να δημιουργήθηκε στην Ελληνική, αν και υπάρχει παράλληλο θέμα στο ινδοϊρανικό και αρχ. ινδ. ksiti- και στο αβεστ. šiti- «κατοικία, διαμονή». Η λ. συνδέεται επίσης με τους τ. κτίλος και κτῶμαι.
ΠΑΡ. κτίσις, κτίσμα, κτίστης, κτιστός
αρχ.
κτισμός, κτιστήρ, κτιστύς, κτίστωρ, κτίτερ, κτίτης
μσν.
κτιστῆριν
μσν.- νεοελλ.
κτίσιμο, κτίτωρ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφιανακτίζω, ανακτίζω, εγκτίζω, εξανακτίζω, επικτίζω, μετακτίζω, παιδοκτίζω, προσκτίζω, συγκτίζω
νεοελλ.
επανακτίζω, κακοκτίζω, καλοκτίζω, μισοκτίζω, ξανακτίζω].