νωτοφόρος
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
German (Pape)
[Seite 274] auf dem Rücken tragend, Xen. Cyr. 6, 2, 34 u. Sp., wie D. C. 56, 20.
Greek (Liddell-Scott)
νωτοφόρος: ἴδε νωτοφορέω.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte sur son dos ; τὸ νωτοφόρον XÉN bête de somme.
Étymologie: νῶτος, φέρω.
Greek Monolingual
νωτοφόρος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σηκώνει βάρος στη ράχη του («νωτοφόρος ημίονος», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ νωτοφόρος
ο αχθοφόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νωτοφόρον
ζώο που χρησιμεύει για μεταφορά φορτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + -φόρος].