ὀρθόκραιρος
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
α, ον,
A with straight or upright horns, epith. of horned cattle, Il.8.231, Od.12.348 ; also of galleys, of which the two ends turned up so as to resemble horns, Il.18.3, 19.344 ; of a mountain range, Πυρήνην -κραιρον AP14.121.5 (Metrod.).—Hom. has it only in poet. gen. pl. fem. ὀρθοκραιράων.
German (Pape)
[Seite 374] mit graden Hörnern; die Rinder, Il. 8, 231. 18, 573 Od. 12, 348; auch Beiwort der Schiffe, mit grade emporstehenden Schnäbeln, mit emporgeschweiftem Vorder- und Hintertheile, Il. 18, 3. 19, 344 (Hom. nur im gen. fem. ὀρθοκραιράων).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόκραιρος: -α, -ον, ὁ ἔχων ὀρθὰ κέρατα, ἐπίθετ. τῶν κερασφόρων κτηνῶν, Ἰλ. Θ. 231, Ὀδ. Μ. 348· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν δύο ἄκρων μακρᾶς νηός, ἅτινα ἦσαν οὕτως ἀνωρθωμένα ὥστε ὡμοίαζον πρὸς κέρατα, Ἰλ. Σ. 3., Τ. 344. - Ὁ Ὅμηρος ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἐν τῇ ποιητ. γεν. πληθ. ὀρθοκραιράων. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀρθοκραιράων· ἐπὶ μὲν τῶν νεῶν, τῶν ὀρθοπρύμνων· ἐπὶ δὲ τῶν βοῶν, τῶν ὀρθοκεράτων».
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui dresse la tête ou les cornes;
2 p. anal. à la proue ou à la poupe relevée.
Étymologie: ὀρθός, κραῖρα.
English (Autenrieth)
(κέρας), only gen. pl. fem. ὀρθοκραιράων: straight-horned, high-horned; βοῶν, μ 3, Il. 8.231; then of ships, either with reference to the pointed bow and stern, or perhaps to the yards (κεραίᾶ).
Greek Monolingual
ὀρθόκραιρος, -αίρα, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», Ομ. Ιλ.)
2. (για πλοίο) αυτός του οποίου τα άκρα προεξέχουν σαν κέρατα
3. (για οροσειρά) αυτός που έχει μυτερή κορυφή, οξυκόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κραιρος (< κραίρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ισό-κραιρος].