οἰνοῦττα
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
ἡ, (οἰνόεις)
A cake or porridge of barley mixed with wine, water, and oil, eaten by rowers, Ar.Pl.1121. II a plant with intoxicating properties, Arist.Fr.107.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοῦττα: ἡ, (οἰνόεις) πλακούντιον ἐξ οἴνου μετὰ κριθῆς, ὕδατος καὶ ἐλαίου χρησιμεῦον ὡς τροφὴ τῶν ἐρετῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 1121. ΙΙ. φυτόν τι ἔχον μεθυστικὴν δύναμιν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 102.
French (Bailly abrégé)
v. οἰνόεις.
Greek Monolingual
οἰνοῡττα, ἡ (Α)
1. είδος πίτας που παρασκευαζόταν από κρασί, κριθάλευρο, νερό και λάδι και χρησίμευε ως τροφή τών κωπηλατών
2. είδος φυτού που είχε μεθυστικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του θηλ. του επιθ. οἰνόεις, -εσσα, -εν].