πολιαίνομαι
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
(πολιός) Pass.,
A grow white, of the foaming sea, A.Pers.109(lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
πολιαίνομαι: (πολιὸς) Παθ., γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι, π. χ. ἐπὶ τῆς ἀφριζούσης θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 110· οὕτω παρὰ Κατούλλῳ 64. 13, spumis incanuit unda.
French (Bailly abrégé)
blanchir d’écume.
Étymologie: πολιός.
Greek Monolingual
Α πολιός
(για την αφρίζουσα θάλασσα) γίνομαι λευκός, λευκαίνω.