προσέτι
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
Adv.
A over and above, besides, Hdt.1.41, Ar.Ach.984, Av. 855 (lyr.), Th.1.80, Pl.Phlb.30b, etc.; sts. separated by a word, πρὸς δ' ἔτι X.An.3.2.2, Cyr.6.2.18; προσέτι δέ SIG827 iii 4 (Delph., ii A.D.); both orders in X.Cyr.2.1.31.
German (Pape)
[Seite 763] noch dazu, obendrein, außerdem; Ar. Ach. 946 Av. 855 u. öfter; Her. 1, 41; Plat. Phil. 30 b u. öfter, u. A.; es wird auch zuweilen durch ein zwischengeschobenes Wort getrennt, z. B. πρὸς δ' ἔτι, Xen. An. 3, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσέτῐ: ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 1. 41, Ἀριστοφ. Ἀχ. 984, Ὄρν. 865, Θουκ. 1. 80, Πλάτ. Φίληβ. 30Β, κτλ.· ἐνίοτε χωρίζεται διά τινος παρεμπιπτούσης λέξεως, πρὸς δ’ ἔτι Ξεν. Ἀν. 3. 2, 2, Κύρ. 6. 2, 18.
French (Bailly abrégé)
adv.
en outre, encore.
Étymologie: πρός, ἔτι.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επί πλέον, ακόμη, εκτός τούτου (α. «προσέτι θαλάσσης ἐμπειρότατοι εἰσιν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἔτι «μέχρι τώρα, επί του παρόντος»].