Σοφοκλέης
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
Ar.Ra.787, Pax 695, contr. Σοφοκλῆς, IG12.202.36, 22.2325.5, Th.4.3, ὁ; gen. έους Ar.Pax697; poet. also έος AP7.22.1 (Simm.), 37.1 (Diosc.); acc. έα ib.21.1 (Simm.); ῆ (v.l. ῆν) Epigr. in Vit.Soph.:—Sophocles:—Adj. Σοφόκλειος, α, ον, D.H.Comp.9.
Greek (Liddell-Scott)
Σοφοκλέης: Ἀριστοφ. Βάτρ. 787, Εἰρ. 695, συνῃρ. Σοφοκλῆς, ὁ· γεν. -έους, μεταγεν. καὶ -έος· αἰτ. -έα, μεταγεν. καὶ -ῆν Ἐπίγραμμ. ἐν βίῳ Σοφ. ― Ἐπίθ. Σοφόκλειος, α, ον, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 9.
French (Bailly abrégé)
έους (ὁ) :
Sophocle :
1 célèbre poète tragique;
2 autres.
Étymologie: σοφός, κλέος.