συγκυκάω
From LSJ
English (LSJ)
A throw into a ferment, confound utterly, τὴν Ἑλλάδα Ar. Ach.531; mix confusedly, ἐς ταὐτὸν ὑμᾶς τρύβλιον Id.Pl.1108; τοιαῦτα σ. make such confusion, Pl.Lg.669d; make a κυκεών, Hp.Int.12:— Pass., to be thrown into confusion, Sabin. ap. Orib.9.20.6.
German (Pape)
[Seite 970] zusammenrühren, unter einander mengen; Ar. Ach. 505; τὰ τοιαῦτα ἐμπλέκοντες καὶ συγκυκῶντες, Plat. Legg. II, 669 d.
Greek (Liddell-Scott)
συγκῠκάω: ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, συνταράσσω, τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Ἀχ. 531· ἀναμιγνύω καὶ συγχέω, ὁ Ζεύς... βούλεται ἐς ταὐτὸν ὑμᾶς συγκυκήσας τρύβλιον... ἐν βάραθρον ἐμβαλεῖν ὁ αὐτ. ἐν Π. 1107· τοιαῦτα ἐμπλέκοντες καὶ συγκυκῶντες, φέροντες σύγχυσιν, Πλάτ. Νόμ. 669D.