συγκυκάω

From LSJ
Revision as of 18:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῠκάω Medium diacritics: συγκυκάω Low diacritics: συγκυκάω Capitals: ΣΥΓΚΥΚΑΩ
Transliteration A: synkykáō Transliteration B: synkykaō Transliteration C: sygkykao Beta Code: sugkuka/w

English (LSJ)

   A throw into a ferment, confound utterly, τὴν Ἑλλάδα Ar. Ach.531; mix confusedly, ἐς ταὐτὸν ὑμᾶς τρύβλιον Id.Pl.1108; τοιαῦτα σ. make such confusion, Pl.Lg.669d; make a κυκεών, Hp.Int.12:— Pass., to be thrown into confusion, Sabin. ap. Orib.9.20.6.

German (Pape)

[Seite 970] zusammenrühren, unter einander mengen; Ar. Ach. 505; τὰ τοιαῦτα ἐμπλέκοντες καὶ συγκυκῶντες, Plat. Legg. II, 669 d.

Greek (Liddell-Scott)

συγκῠκάω: ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, συνταράσσω, τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Ἀχ. 531· ἀναμιγνύω καὶ συγχέω, ὁ Ζεύς... βούλεται ἐς ταὐτὸν ὑμᾶς συγκυκήσας τρύβλιον... ἐν βάραθρον ἐμβαλεῖν ὁ αὐτ. ἐν Π. 1107· τοιαῦτα ἐμπλέκοντες καὶ συγκυκῶντες, φέροντες σύγχυσιν, Πλάτ. Νόμ. 669D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mêler, bouleverser.
Étymologie: σύν, κυκάω.