ταλαός

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰός Medium diacritics: ταλαός Low diacritics: ταλαός Capitals: ΤΑΛΑΟΣ
Transliteration A: talaós Transliteration B: talaos Transliteration C: talaos Beta Code: talao/s

English (LSJ)

ή, όν, (Τλάω)

   A = τλήμων, Ar.Av.687 (anap.), Q.S.1.759.

German (Pape)

[Seite 1065] = τλήμων, Ar. Av. 687.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαός: -ή, -όν, (*τλάω) = τλήμων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
τλήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. πιθ. τ., ο οποίος χρησιμοποιείται αντί του ταλακάρδιος και έχει σχηματιστεί από το θ. ταλα- (βλ. λ. τάλας) κατ' επίδραση του ταναός].