χειριδωτός

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειριδωτός Medium diacritics: χειριδωτός Low diacritics: χειριδωτός Capitals: ΧΕΙΡΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: cheiridōtós Transliteration B: cheiridōtos Transliteration C: cheiridotos Beta Code: xeiridwto/s

English (LSJ)

όν,

   A sleeved, κιθών as worn by Asiatics, Hdt.7.61, cf.PTeb.46.34 (ii B.C.), Philostr.Im.1.28, Hdn.5.3.6; of the Gallic χιτὼν σχιστός, Str.4.4.3.    II having hands, Suid.

German (Pape)

[Seite 1345] mit Aermeln versehen, κιτών, ein Unterkleid mit Aermeln, Her. 7, 61. Vgl. ἐξωμίς.

Greek (Liddell-Scott)

χειριδωτός: -όν, ὁ ἔχων χειρῖδας, «μανίκια», κιθὼν (Ἀττ. χιτὼν) χειριδωτός, οἷον ἦν παρὰ τοῖς Ἀσιανοῖς, manuleata παρὰ Πλαύτῳ, Ἡρόδ. 7. 61, πρβλ. Φιλόστρ. 804, Ἡρόδ. 5. 3· ἐπὶ τοῦ σχιστοῦ χιτῶνος τῶν Γαλατῶν, Στράβ. 196· πρβλ. καρπωτός· - πρβλ. καὶ ἐξωμίς.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
garni de manches.
Étymologie: χειρίς.

Greek Monolingual

-ή -ό / χειριδωτός, -ή, -όν, ΝΑ χειριδοῡμαι
(για ένδυμα) αυτός που έχει μανίκια (α. χειριδωτός μανδύας» β. «κιθῶνας χειριδωτοὺς ποικίλους», Ηρόδ.
γ. χιτῶνα γυναικεῑον χειριδωτόν», πάπ.)
αρχ.
αυτός που έχει χέρια.