φθογγή

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθογγή Medium diacritics: φθογγή Low diacritics: φθογγή Capitals: ΦΘΟΓΓΗ
Transliteration A: phthongḗ Transliteration B: phthongē Transliteration C: fthoggi Beta Code: fqoggh/

English (LSJ)

ἡ, poet. form of φθόγγος,

   A voice of men, Il.2.791, A.Supp.197, etc.; of the Sirens, v.l. for φθόγγον in Od.12.198; οἶκος εἰ φθογγὴν λάβοι σαφέστατ' ἂν λέξειεν A.Ag.37, cf. E.Hipp.418; τῶν ἁλόντων καὶ κρατησάντων . . φθογγάς A.Ag.325; of the voice of Orpheus, ἦγε πάντ' ἀπὸ φθογγῆς ib.1630; βάλλει με . . φ. του S.Ph.206 (lyr.); of birds and animals, ὥστ' ἀηδόνος στόμα φθογγὰς ἱεῖσα E.Hec.338; φ. ὀΐων τε καὶ αἰγῶν Od.9.167; μόσχων E.IT293 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1272] ἡ, die Stimme, bes. des Menschen, Hom. öfter, aber auch der Thiere, Od. 9, 167; oft bei Tragg. : οἶκος δ' αὐτός, εἰ φθογγὴν λάβοι, σαφέστατ' ἂν λέξειεν Aesch. Ag. 37; Suppl. 194 u. oft; βάλλει μ' ἐτύμα φθογγά του Soph. Phil. 205; O. R. 1310; μή ποτε φθογγὴν ἀφῇ Eur. Hipp. 418; πάσας φθογγὰς ἱεῖσα Hec. 338.

Greek (Liddell-Scott)

φθογγή: ἡ, ποιητ. τύπος τοῦ φθόγγος, ὁ ἦχος τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, Ὅμ., καὶ Τραγ.· ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν Σειρήνων, Ὀδ. Μ. 198· οἶκος εἰ φθογγὴν λάβοι σαφέστατ’ ἂν λέξειεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 37· τῶν ἁλόντων καὶ κρατησάντων… φθογγὰς αὐτόθι 325· ἐπὶ τῆς φωνῆς τοῦ Ὀρφέως, ἦγε πάντ’ ἀπὸ φθογγῆς αὐτόθι 1630· βάλλει με… φθ. τοῦ Σοφ. Φιλ. 205· ὥστ’ ἀηδόνος στόμα φθογγὰς ἱεῖσα Εὐρ. Ἑκ. 338· φθογγὴν ἀφιέναι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 418· ― ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, φθ. οἰῶν τε καὶ αἰγῶν Ὀδ. Ι. 167· μόσχων Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 293.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 voix de l’homme;
2 voix des animaux (brebis, chèvres, etc.).
Étymologie: φθέγγομαι.

English (Autenrieth)

φθόγγος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο ήχος της ανθρώπινης, κυρίως, φωνής
2. (κατ' επέκτ.) η ανθρώπινη φωνή
2. ο ήχος που εκβάλλουν τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθόγγ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φθέγγομαι + κατάλ. -ή (πρβλ. τροφ-ή)].