οἰνοχόημα

Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ατος, τό, a festival

   A at which wine was offered, Ephor. 80 J., Plu.Phoc.6, Polyaen.3.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοχόημα: τό, ἑορτή, καθ’ ἣν προσεφέρετο οἶνος, Πλουτ. Φωκ. 6.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
distribution du vin.
Étymologie: οἰνοχοέω.

Greek Monolingual

οἰνοχόημα τὸ (Α) οινοχοώ
1. ο οίνος που προσέφερε στους συνδαιτυμόνες, ο οινοχόος
2. (κατ επέκτ.) ο οίνος που προσφερόταν δωρεάν
3. εορτή κατά την οποία προσφερόταν οίνος.

Greek Monotonic

οἰνοχόημα: -ατος, τό (οἰνοχοέω), γιορτή, κατά τη διάρκεια της οποίας προσφερόταν κρασί, σε Πλούτ.