συσκεδάννυμι

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσκεδάννῡμι Medium diacritics: συσκεδάννυμι Low diacritics: συσκεδάννυμι Capitals: ΣΥΣΚΕΔΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: syskedánnymi Transliteration B: syskedannymi Transliteration C: syskedannymi Beta Code: suskeda/nnumi

English (LSJ)

   A scatter to the winds, Ar.Ra.903 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1042] (s. σκεδάννυμι), mit Andern zugleich zerstreuen, zerstreuen helfen; ganz zerstreuen, συσκεδᾶν πολλὰς ἀλινδήθρας ἐπῶν, Ar. Ran. 902.

Greek (Liddell-Scott)

συσκεδάννῡμι: μέλλ. -σκεδῶ, διασκορπίζω ὁμοῦ, συσκεδᾶν πολλὰς ἀλινδήθρας ἐπῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 903.

French (Bailly abrégé)

dissiper entièrement.
Étymologie: σύν, σκεδάννυμι.

Greek Monolingual

Α
σκορπίζω μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σκεδάννυμι «διασκορπίζω»].

Greek Monotonic

συσκεδάννῡμι: μέλ. -σκεδῶ, διασκορπίζω από κοινού, ρίχνω σκορπώντας εδώ κι εκεί, σε Αριστοφ.