ἐριθάκη
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ἡ,
A bee-bread, Arist.HA554a17, 627a22, Varr.RR3.16, Plin. HN11.17. 2 soft parts of crustaceans, entrails of pigs, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1028] ἡ, das sogenannte Bienenbrot, Arist. H. A. 5, 22. 9, 40; Bienenharz, Varr. R. R. 3, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριθάκη: ἡ, ἡ τροφὴ τῶν μελισσῶν, ἣν πλὴν τοῦ μέλιτος παρασκευάζουσι πρὸς ἰδίαν χρῆσιν· εἶναι δὲ στερεωτέρα τοῦ μέλιτος καὶ οὐχὶ ὅσον αὐτὸ ῥευστή· δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται πρὸς τὴν κηρήθραν, ἥτις ὠνομάζετο παρὰ τοῖς ἀρχαίοις μελίκηρον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 9, πρβλ. 9. 40· ἡ ἐριθάκη καλεῖται προσέτι κήρινθος καὶ σανδαράχη. - Πρβλ. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐριθάκη, ἡ (Α)
ουσία που παράγεται από τις μέλισσες για τη δική τους τροφή, διαφορετική από το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. έριθος. Σημασιολογικά παρουσιάζει πρόβλημα, διότι δεν είναι σαφές αν σημαίνει μόνο την τροφή τών μελισσών ή και την ουσία που παρασκευάζουν οι μέλισσες για να καλύπτουν τις τρύπες τών κυψελών τους].