θηλύνοος

Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον, contr. θηλύ-νους, ουν,

   A of womanish mind, A.Pr.1003.

German (Pape)

[Seite 1207] zsgzgn θηλύνους, weiblich, weibisch gesinnt, Aesch. Prom. 1005; Suid. erkl. ἥσυχος.

Greek (Liddell-Scott)

θηλύνοος: συνῃρημ. -νους, ουν, ἔχων νοῦν γυναικεῖον, Ἀισχύλ. Πρ. 1003.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui a les sentiments d’une femme.
Étymologie: θῆλυς, νόος.

Greek Monotonic

θηλύνοος: σηνηρ. -νους, -ουν, αυτός που έχει γυναικείο μυαλό, σε Αισχύλ.