ζήτω

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source

Greek Monolingual

(AM ζήτω)
ας ζήσει, ας ζήσουν
νεοελλ.
(επιφώνημα επιδοκιμασίας)
1. εύγε, μπράβο
2. φρ. α) «θα μάς φωνάξουν ζήτω» — θα μάς δεχθούν με ενθουσιασμό
β) «ούτε για ζήτω δεν κάνει» — είναι ανάξιος λόγου
3. ως ουσ. το ζήτω
η ζητωκραυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζή-τω, επιφωνηματική χρήση προστ. ενεστ. γ' προσ. του ζω].