ἀπείλημα

From LSJ
Revision as of 21:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπείλημα Medium diacritics: ἀπείλημα Low diacritics: απείλημα Capitals: ΑΠΕΙΛΗΜΑ
Transliteration A: apeílēma Transliteration B: apeilēma Transliteration C: apeilima Beta Code: a)pei/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = ἀπειλή, S.OC660(pl.).

German (Pape)

[Seite 283] τό, dasselbe, Soph. O. C. 666.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπείλημα: -ατος, τὸ, = ἀπειλή, κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Κ. 660, Νικήτ. Χων. 281.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
menace.
Étymologie: ἀπειλέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό amenaza S.OC 660.

Greek Monolingual

ἀπείλημα, το (Α)
απειλή, φοβέρα.

Greek Monotonic

ἀπείλημα: -ατος, τό = απειλή, στον πληθ., σε Σοφ.