κενόφρων
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1417] ονος, Leeres, Nichtiges sinnend, βουλεύματα Aesch. Prom. 761.
Greek (Liddell-Scott)
κενόφρων: -ον, (φρὴν) ἔχων κενὸν νοῦν, κενὰς φρένας, ματαιόφρων, βουλεύματα Αἰσχύλ. Πρ. 762· πρβλ. κενεόφρων.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
d’esprit vain, frivole.
Étymologie: κενός, φρήν.
Greek Monolingual
κενόφρων και κενεόφρων, ὁ (Α)
αυτός που ματαιοφρονεί, ανόητος, μωρός, άμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ηδύ-φρων, καρτερό-φρων].
Greek Monotonic
κενόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει άδειο κεφάλι, σε Αισχύλ.