καταβιάζομαι

From LSJ
Revision as of 23:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

German (Pape)

[Seite 1339] bewältigen, bezwingen, πόλιν App. B. C. 2, 28; δυνάμει καὶ χάριτι δόξαν, erzwingen, Plut. de Εἰ apud Delph. 3. – Pass., καταβιάζεται ὑπ' ἐκείνου Plut. Thes. 11; καταβιασθῆναι verbesserte Wyttenbach für καταβιβασθῆναι Plut. Symp. 2, 5, 2.

Greek Monotonic

καταβιάζομαι: μέλ. -άσομαι, αποθ.,
I. εξαναγκάζω, σε Θουκ.
II. Παθ., εξαναγκάζομαι, σε Πλούτ.