ἄτοιχος

Revision as of 21:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A unwalled, E.Ion1133, D.C.74.4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans mur, sans clôture.
Étymologie: ἀ, τοῖχος.

Spanish (DGE)

-ον
no murado, sin muro περιβολή E.Io 1133, οἴκημα D.C.74.4.2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄτοιχος, -ον)
ο χωρίς τοίχους.

Greek Monotonic

ἄτοιχος: -ον, αυτός που δεν έχει τοίχους, σε Ευρ.