χειραγωγέω

Revision as of 19:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A lead by the hand, τινα LXXJd.16.26 cod. A, Muson.Fr.15Ap.79H., Act.Ap.9.8, Plu.Cleom.38: generally, guide, direct, φρυκτώρια ἐς ἀσφαλεῖς καταγωγὰς τὰς ναῦς χ. Hdn.4.2.8; χ. τούτῳ τὴν ἔξοδον will guide his exit, Procop.Gaz.p.158B.: metaph., χ. τὴν εὕρεσιν μνήμῃ Plu.2.48b; τὴν ψυχὴν ἐπί τι Max. Tyr.10.6; also 'lead by the nose', cajole, Posidon.36J.: abs., Luc.Tim.32, Porph. Chr.30:—Pass., LXX To.11.16 cod. <*>, ὑπ' αὐτῶν τῶν πραγμάτων PPetr. 3p.22 (iii B.C.), cf. D.S.13.20; ἐπί τι Hdn.7.1.2.

German (Pape)

[Seite 1344] an der Hand führen, leiten; Anacr. 1, 10; Plut. adv. Stoic. 21; Luc. Tim. 32 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

χειρᾰγωγέω: ὁδηγῶ διὰ τῆς χειρός, ἀπολ., Λουκ. Τίμ. 32· τὸν δεσπότην μετὰ τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 211F, Πλουτ. Κλεομ. 38· μεταφορ., χ. τὴν εὕρεσιν μνήμῃ ὁ αὐτ. 2. 48Β· τὴν ψυχήν ἐπί τι Μάξιμ. Τύρ. σ. 177, κλπ.· - Παθ., Διόδ. 13. 20, ἐπί τι Ἡρῳδιαν. 7. 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
conduire par la main, diriger, acc..
Étymologie: χειραγωγός.

English (Strong)

from χειραγωγός; to be a hand-leader, i.e. to guide (a blind person): lead by the hand.

English (Thayer)

χειραγώγω; present passive participle χειραγωγούμενος; (χειραγωγός, which see; cf. χαλιναγωγέω); to lead by the hand: τινα, Anacreon (530 B.C.>), Diodorus, Plutarch, Lucian, Artemidorus Daldianus, others.)

Greek Monotonic

χειρᾰγωγέω: μέλ. -ήσω, οδηγώ κάποιον από το χέρι, απόλ., σε Λουκ.