πρόσκολλος

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσκολλος Medium diacritics: πρόσκολλος Low diacritics: πρόσκολλος Capitals: ΠΡΟΣΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: próskollos Transliteration B: proskollos Transliteration C: proskollos Beta Code: pro/skollos

English (LSJ)

Dor. ποτίκ-, ον,

   A glued or sticking to, Pi.Fr.241; πρόσκολλος τῷ βατανίῳ Zos.Alch.p.222 B.

German (Pape)

[Seite 770] dor. ποτίκολλος, = προσκολλητός, Pind. frg. 280, ποτίκολλον ἅτε ξύλον ξύλῳ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκολλος: Δωρικ. ποτίκ-, ον, = προσκολλητός, Πινδ. Ἀποσπ. 280.

Greek Monolingual

-ον, Α
προσκολλητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά-κολλος].