οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Full diacritics: ἔμπληντο | Medium diacritics: ἔμπληντο | Low diacritics: έμπληντο | Capitals: ΕΜΠΛΗΝΤΟ |
Transliteration A: émplēnto | Transliteration B: emplēnto | Transliteration C: emplinto | Beta Code: e)/mplhnto |
Ep. 3pl. aor. 2 Pass. of ἐμπίμπλημι.
ἔμπληντο: Ἐπ. γ΄ πληθ. ἀορ. τοῦ ἐμπίπλημι.
3ᵉ pl. impf. Moy. de ἐμπίπλημι.
ἔμπληντο: Επικ. γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του ἐμπίπλημι.