ὑπερβίβασις

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A v. ὑπέρβασις 111.

German (Pape)

[Seite 1192] εως, ἡ, das Darüberführen, -setzen (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβίβᾰσις: -εως, ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, διαβιβάζειν ὑπεράνω, διαβίβασις, ἴδε ὑπέρβασις ΙΙΙ.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α ὑπερβιβάζω
διαβίβαση, πέρασμα πάνω από κάτι («τῶν λέμβων ὑπερβίβασις», Πολ.).