λορδός

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λορδός Medium diacritics: λορδός Low diacritics: λορδός Capitals: ΛΟΡΔΟΣ
Transliteration A: lordós Transliteration B: lordos Transliteration C: lordos Beta Code: lordo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A bent backward, so as to be convex in front, opp. κυφός, Id.Fract.16, Art.48, Arist.IA707b 18.

Greek (Liddell-Scott)

λορδός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ σῶμα κυρτὸν πρὸς τὰ ἐμπρὸς οὕτω πως ὥστε τὸ στῆθος νὰ ἐξέχῃ καὶ νὰ ἀποτελῇ κύρτωμα, ἀντίθ. τῷ κυφός, Ἱππ. Ἀγμ. 763, πρβλ. π. Ἄρθρ. 807, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 7. 7.

Greek Monolingual

λορδός, -ή, -όν (Α)
αυτός του οποίου η σπονδυλική στήλη είναι κυρτή προς τα εμπρός, με αποτέλεσμα να εξέχει το στήθος του, σε αντιδιαστολή με τον κυφό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα lord- της ΙΕ ρίζας lerd- «κάμπτω, κυρτώνομαι» και συνδέεται με αρμ. lorc-k' «οπισθότονος, κάμψη της ράχης ώστε η κεφαλή να γέρνει προς τα πίσω» (πρβλ. και λόρδωσις), με κελτ. loirc «κυρτός πους», μέσ. άνω γερμ. lerz, lurź «κυρτός, αριστερός», αγγλοσαξ. lort «κυρτός»].