πεισίμβροτος

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεισίμβροτος Medium diacritics: πεισίμβροτος Low diacritics: πεισίμβροτος Capitals: ΠΕΙΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: peisímbrotos Transliteration B: peisimbrotos Transliteration C: peisimvrotos Beta Code: peisi/mbrotos

English (LSJ)

ον,

   A won by persuading mortals, δόξα B.8.2.

German (Pape)

[Seite 547] die Sterblichen überredend, zum Gehorsam bringend, βάκτρον, Aesch. Ch. 357.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κερδήθηκε με την κατάπειση, με την πειθώ τών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεισι- του πείθω (πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος, + μβροτός].