θριδάκινος
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
German (Pape)
[Seite 1219] salatartig, φύλλα Luc. V. H. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
θρῐδάκῐνος: -η, -ον, ἐκ θριδάκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13· ἴδε θριδακίνη ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
semblable à de la laitue, de laitue.
Étymologie: θρῖδαξ.
Greek Monolingual
θριδάκινος, -ίνη, -ον (Α) θρίδαξ
αυτός που μοιάζει με μαρούλι ή προέρχεται από μαρούλι.
Greek Monotonic
θρῐδάκῐνος: -η, -ον, ο φτιαγμένος από μαρούλι, σε Λουκ.