Ἰξίων

From LSJ
Revision as of 18:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰξίων Medium diacritics: Ἰξίων Low diacritics: Ιξίων Capitals: ΙΞΙΩΝ
Transliteration A: Ixíōn Transliteration B: Ixiōn Transliteration C: Iksion Beta Code: *)ici/wn

English (LSJ)

[ῑ], ονος, ὁ, Ixion, Pi.P.2.32, etc.: perh. connected with ἱκέτης, cf. A.Eu.441: pl., Ἰξίονες

   A tragedies on the subject of I., Arist. Po.1456a1.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰξίων: ῑ, ονος, ὁ, μυθώδης τις βασιλεὺς τῆς Θεσσαλίας: τὸ ὄνομα αὐτοῦ πιθανῶς ἦτο = ἱκέτης, διότι οὗτος ἦτο ὁ πρῶτος ἀνθρωποκτόνος, καὶ ἑπομένως ὁ πρῶτος ἱκέτης, πρβλ. Πινδ. Π. 2. 59 πρὸς Αἰσχύλ. Εὐμ. 441, 718, Διόδ. 4. 69, καὶ ἴδε Welcker Αἰσχύλ. Τριλογ. σ. 547, Müller εἰς Εὐμ. § 53· πληθ., οἱ Ἰξίονες Ἀριστ. Ποιητ. 18. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 207.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
Ixion, héros thessalien.
Étymologie:.

English (Slater)

Ἰξῑων punished by Zeus for molesting Hera.
   1 Ἰξίονα φαντὶ ταῦτα βροτοῖς λέγειν ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον (P. 2.21)

Greek Monotonic

Ἰξίων: [ῑ], -ονος, ὁ, ο Ιξίονας, μυθικός βασιλιάς της Θεσσαλίας· το όνομά του πιθ. συγγενές προς το ἱκέτης, επειδή ήταν ο πρώτος ανθρωποκτόνος και, ως εκ τούτου, ο πρώτος ικέτης, σε Πίνδ., Αισχύλ.