προσκαλέω

From LSJ
Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκᾰλέω Medium diacritics: προσκαλέω Low diacritics: προσκαλέω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΛΕΩ
Transliteration A: proskaléō Transliteration B: proskaleō Transliteration C: proskaleo Beta Code: proskale/w

English (LSJ)

   A call on, summon, τινας Th.8.98(v.l.), S.Aj.89, Pl.Men. 82a, etc.; address, accost, ὀνόματι D.C.71.34; ἑαυτόν A.D.Synt.218.27 (Med.).    2 metaph., call forth, excite, ἔκκρισιν Sor.1.26; ἱδρῶτα ib.31.    II Med. with pf. Pass. (v. infr.), call to oneself, invite, summon, τινα v.l. in X.An.7.7.2, cf. PCair.Zen.647.25 (iii B.C), Plu. 2.354d, Luc.DDeor.19.1; τὰς κύνας Poll.5.85; esp. call to one's aid, τινα Philipp. ap. D.18.166; τινὰ ἐς τὴν πολιτείαν dub.l. in Plu.Dem. 21: c. dupl. acc., τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς to which I have called them, Act.Ap.13.2.    2 as law-term, of an accuser, cite or summon into court, Telecl.2, Ar.V.1334; π. τινὰ ὕβρεως lay an action for assault, ib.1417; in full, π. δίκην ἀσεβείας πρὸς τὸν βασιλέα Lys.6.11, cf. 21.19, D.18.150; π. τινὰ πρὸς τὸν πολέμαρχον Lys.23.2; π. σε . . πρὸς τοὺς ἀγορανόμους βλάβης τῶν φορτίων Ar.V.1406; π. τινὰ εἰς δίκην δημοσίαν X.Mem.2.9.5; π. τινὰ πρὸς τὸν ἄρχοντα εἰς διαδικασίαν D.43.7, cf. 15; τραύματος εἰς Ἄρειον πάγον Luc.Tim.46, cf. Pisc.39:—Pass., to be summoned, λιποταξίου, ξενίας, on a charge of . ., D.39.17,18; φόνου δίκην Arist.Ath.16.8; ὑπομεῖναι προσκληθεὶς δίκην εἰς Ἄρειον πάγον submitted to be summoned . .before the Areopagus, Id.Pol.1315b21; προσκληθείς summoned, Antipho 5.13, D.49.19, cf. Ar.Nu.1277; παρὰ τοῦ . . ἔχοντος τὸν κλῆρον προσκαλεῖσθαι that citation should be made of the party in possession, D.43.7; cf. πρόσκλησις.    3 cite as witness, Pl.Lg.936e codd.; εἰς μαρτυρίαν D. 29.20 codd.; μάρτυρα Plu.2.205b.

German (Pape)

[Seite 767] (s. καλέω), anrufen, δεύτερόν σε προσκαλῶ, Soph. Ai. 89; hinzu-, herbeirufen, -holen, Plat. Men. 82 a; ἐθελοντηδὸν προσκαλοῦντες τοὺς Βοιωτούς, Thuc. 8, 98; auch med., zu Hülfe für sich, Her. 1, 69 (aber προσκαλεῖσθαί τινα ἐς λόγους, 4, 201, ist falsche Lesart für προκαλεῖσθαι); προσκαλουμένη πολλοῖς φιλήμασι, Luc. Asin. 51; προσκαλέσασθαι ἐπὶ τὸν ἀναδασμόν, Epist. Saturn. 31. – Gew. bei den Attikern = vor Gericht laden, anklagen, τινά, Ar. Nubb. 1259, τινὰ ὕβρεως, Vesp. 1417, u. öfter; καὶ δίκας τῶν Φλιασίων προσκαλουμένων οὐκ ἐδίδοσαν, Xen. Hell. 7, 4, 11, wenn es nicht hier προκαλ. heißen muß; δίκην, Lys. 21, 19; Dem. u. a. Redner oft; bes. zum Zeugniß, Plat. Legg. XI, 936 e; κλητῆρας ἔχων, Dem. 34, 13; κατὰ Δήμωνος εἰς μαρτυρίαν, 29, 20.

Greek (Liddell-Scott)

προσκᾰλέω: μέλλ. -έσω, ὡς καὶ νῦν, προσκαλῶ, τινα Θουκ. 8. 98, Πλάτ. Μένων 82Α, κτλ. 2) ἐπικαλοῦμαι, Σοφ. Αἴ. 80· ὀνόματι Δίων Κ. 71. 34. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ. (ἴδε κατωτ.)· καλῶ πρὸς ἐμαυτόν, προσκαλῶ, τινα Ξεν. Ἀν. 7. 7, 2, κτλ.· τὰς κύνας Πολυδ. Εϳ, 85· μάλιστα καλῶ εἰς βοήθειάν μου, τινὰ Ἡρόδ. 1. 69 (προσκαλεῖσθαί τινα εἰς λόγους ὁ αὐτ. 4. 201, εἶναι ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ προκαλ-), παρὰ Δημ. 283. 14· τινὰ ἐς τὴν πολιτείαν Πλουτ. Δημοσθ. 21· ― προσκαλῶ, καλῶ εἰς συμμετοχὴν ἀγαθοῦ τινος, Λουκ. Ὄν. 51 (καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. ἐν Ἁλιεῖ 39)· ― μετὰ διπλῆς αἰτιατ., εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς, εἰς ὃ ἔχω αὐτοὺς κεκλημένους, Πράξ. Ἀποστ. ιγϳ, 2. 2) παρ’ Ἀττικ., ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, ἐγκαλῶ, ἐνάγω εἰς τὸ δικαστήριον, Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφικτύοσι» 4, Ἀριστοφ. Σφ. 1334· προσκ. τινα ὕβρεως, ἐνάγω τινὰ ἐπὶ ὕβει, «ἐξυβρίσει», αὐτόθι 1417· πλῆρες: δίκην ἀσεβείας πρ. τινα πρὸς τὸν βασιλέα Λυσίας 104. 13, πρβλ. 163. 24., 166. 31, Δημ. 166. 32· πρ. σε... πρὸς τοὺς ἀγορανόμους βλάβης τῶν φορτίων Ἀριστοφ. Σφ. 1406· πρ. τινα εἰς δίκην δημοσίαν Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 5· πρ. τινα πρὸς τὸν ἄρχοντα εἰς διαδικασίαν Δημ. 1052. 11, πρβλ. 1054. 16· τραύματος εἰς Ἄρειον πάγον Λουκ. Τίμ. 46. ― Παθ., καλοῦμαι εἰς τὸ δικαστήριον, λιποταξίου, ξενίας, φόνου, ἐπί..., κατηγορούμενος ἐπί..., Δημ. 999. 12 καὶ 17, κτλ.· προσκληθεὶς δίκην εἰς Ἄρειον πάγον, κληθεὶς ἐνώπιον τοῦ Ἀρείου πάγου νὰ δικασθῇ, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 12, 2· ὁ προσκληθείς, τὸ κληθὲν εἰς τὸ δικαστήριον πρόσωπον, Ἀντιφῶν 131. 1, Δημ. 1190. 4, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1277· ― ὑπάρχει ἰδιάζουσα χρῆσις παρὰ Δημ. 1052. 14, παρὰ τοῦ ἐπιδεδικασμένου καὶ ἔχοντος τὸν κλῆρον προσκαλεῖσθαι, πρβλ. 1054 ἐν τέλ., καθ’ ὃν ἡ πρόσκλησίς ἐστι παρὰ τοῦ ἔχοντος τὸν κλῆρον, ἴδε πρόσκλησις. 3) προσκαλῶ ὡς μάρτυρα, Πλάτ. Νόμ. 936Ε· εἰς μαρτυρίαν Δημ. 850. 14· μάρτυρα Πλούτ. 2. 205Β. ― Ἴδε Π. Σ. Φωτιάδου Συμβολὰς εἰς τὸ Ἀττικὸν Δίκαιον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓϳ, σ. 34 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. προσκαλέσω, ao. προσεκάλεσα, etc.
1 appeler pour faire venir, mander, acc.;
2 citer, acc.;
Moy. προσκαλέομαι-οῦμαι;
I. appeler à soi :
1 mander auprès de soi, acc.;
2 appeler à son secours, acc.;
3 inviter;
II. t. de barreau;
1 appeler pour témoigner en sa faveur, acc.;
2 citer en justice, acc. : τινα εἰς δίκην δημοσίαν XÉN citer qqn pour un procès d’intérêt public.
Étymologie: πρός, καλέω.

Spanish

invocar

English (Thayer)

προσκάλω: middle, present προσκαλοῦμαι; 1st aorist προσεκαλεσαμην; perfect προσκέκλημαι; from (Antiphon, Aristophanes, Thucydides), Xenophon, Plato down; to call to; in the N. T. found only in the middle (cf. Buttmann, § 135,4), to call to oneself; to bid to come to oneself: τινα, a. properly: R G L); προσκαλεῖσθαι the Gentiles, aliens as they are from him, by inviting and drawing them, through the preaching of the gospel, unto fellowship with himself in the Messiah's kingdom, to call unto themselves (cf. Winer's Grammar, § 39,3) those preachers of the gospel to whom they have decided to intrust a service having reference to the extension of the gospel: followed by an infinitive indicating the purpose, εἰς τί, ὁ is for εἰς ὁ, according to that familiar Greek usage by which a preposition prefixed to the antecedent is not repeated before the relative; cf. Winer s Grammar, 421 f (393); (Buttmann, 342 (294))).

Greek Monotonic

προσκᾰλέω: μέλ. -έσω,
I. 1. καλώ, προσκαλώ, συγκεντρώνω, σε Θουκ. κ.λπ.
2. καλώ, επικαλούμαι, σε Σοφ.
II. 1. Μέσ. με Παθ. παρακ., καλώ κάποιον κοντά μου, προσκαλώ, καλώ σε βοήθειά μου, σε Ηρόδ., Αττ.· με διπλή αιτ., ὃ προσκέκλημαι αὐτούς, για το οποίο τους έχω καλέσει, σε Καινή Διαθήκη
2. στην Αττ., λέγεται για τον κατήγορο, εγκαλώ, ενάγω στο δικαστήριο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ὕβρεως, για εξύβριση, στον ίδ. — Παθ., εγκαλούμαι στο δικαστήριο, φόνου, με την κατηγορία του φόνου, σε Δημ. κ.λπ.· προσκληθεὶς δίκην εἰς Ἄρειον πάγον, εκλήθη ενώπιον του Αρείου Πάγου να δικαστεί, σε Αριστ.· ὁ προσκληθείς, το πρόσωπο που κλήθηκε στο δικαστήριο, σε Δημ.· ομοίως, ὁ προσκεκλημένος, σε Αριστοφ.
3. προσκαλώ ως μάρτυρα, σε Δημ.