κεράμινος

From LSJ
Revision as of 06:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμῐνος Medium diacritics: κεράμινος Low diacritics: κεράμινος Capitals: ΚΕΡΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: keráminos Transliteration B: keraminos Transliteration C: keraminos Beta Code: kera/minos

English (LSJ)

η, ον,

   A = κεραμεοῦς, Hdt.3.96, 4.70, Anaxil.5, PFlor.388.98 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1420] irden, vom Töpfer gemacht; κύλιξ Her. 4, 70, πίθος 3, 96; B. A. 102, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κεράμῐνος: -η, -ον, = κεραμεοῦς, Ἡρόδ. 3, 96., 4. 70, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
c. κεράμειος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κεράμινος, -ίνη, -ον) κέραμος
κατασκευασμένος από κεραμιδόχωμα, πήλινος («εἰς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

κεράμῐνος: -η, -ον = κεραμεοῦς, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κεράμῐνος: глиняный (κύλιξ, πίθος Her.; πλίνθος Xen.).