ἔφορος
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
ὁ, (cf. ἐπίουρος)
A overseer, guardian, ruler, στρατιᾶς A.Pers. 25 (anap.); χώρας S.OC145 (lyr.); σφαγίων E.Rh.30 (lyr.); τῶν παίδων Pl.Phdr.265c; καρπῶν, οἰάκων, Aristid.Or.41 (4).10, 42 (6).4; ὁ τῆς γενέσεως ἔ. θεός Procl. in Ti.1.53 D., al.: as fem., Ael.Fr.160: later in neut. pl., ἔφορα Iamb.Myst.4.1. II at Sparta, ἔφοροι, οἱ, the ephors, Hdt.1.65, 6.82, 9.76, Pl.Lg.692a, Arist.Pol. 1265b39, 1272a5; also, title of magistrates at Heraclea, Tab.Heracl.1.1, al.; at Thera, Test.Epict.4.1; in the Eleuthero-Laconian cities, IG5(1).1110, al.; also of officials of corporations, ib.209.8 (sg.), 26.4 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1123] (ἐφοράω), beaufsichtigend, beobachtend, Νέμεσις Ael. bei Suid. Gew. ὁ ἔφ., der Aufseher, Verwalter, Vorgesetzte, στρατιᾶς, γᾶς, Aesch. Pers. 25 Suppl. 659; χώρας Soph. O. C. 143; σφαγίων Eur. Rhes. 30; ἔρωτα καλῶν παίδων ἔφορον Plat. Phaedr. 265 c; Sp.; im fem., Schol. Ar. Plut. 64; Ap. Rh. 4, 1309. – Bes. in Sparta, auch in anderen dorischen Staaten, fünf angesehene Beamte, welche die Gewalt der Könige mäßigen u. im Gleichgewicht halten sollten, Her. 1, 23; Plat. Legg. III, 692 a; Thuc. u. A.; vgl. Herm. Griech. Staatsalterth. §. 44 ff. = ἐφόριος, App. B. C. 5, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἔφορος: ὁ, (ἐφοράω) ἐπόπτης, φύλαξ, ἡγεμών, στρατιᾶς Αἰσχύλ. Περσ. 25· χώρας Σοφ. Ο. Κ. 145· σφαγίων Εὐρ. Ρῆσ. 30· τῶν παίδων Πλάτ. Φαῖδρ. 265C: - ὡς θηλ., Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Νέμεσις. ΙΙ. ἐν Σπάρτῃ, ἔφοροι, οἱ, σῶμα ἐκ πέντε ἀρχόντων, ὅπερ εἶχε δύναμιν καὶ ἐπ’ αὐτῶν τῶν βασιλέων, Ἡρόδ. 1. 65., 6. 82, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 692Α, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 17., 2. 9, 26, κ. ἀλλ.· παραβαλλόμενοι πρὸς τοὺς παρὰ Κρησὶ κόσμους, οἱ μὲν ἔφοροι τὴν αὐτὴν ἔχουσι δύναμιν τοῖς ἐν τῇ Κρήτῃ καλουμένοις κόσμοις αὐτόθι 2. 10, 6· - ὡσαύτως, ἄρχοντες ἐν Θήρα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. = ἐπίσκοπος, τὸ στῖφος τῶν Ἀρειανῶν ἐφόρων Φιλοστόργ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 9, σ. 7· Ἀέτιον τὸν ἔφορον τῆς Παλαιστίνης αὐτόθι 3. 12, σ. 46.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui surveille, qui veille : ὁ ἔφορος gardien, surveillant ; d’où
1 chef (d’une armée, d’un pays);
2 à Sparte éphore.
Étymologie: ἐπί, ὁράω.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἔφορος)
επιτηρητής, επόπτης, επιστάτης, φύλακας
νεοελλ.
1. τίτλος δημόσιων υπαλλήλων που έχουν ως έργο την εποπτεία κρατικής υπηρεσίας όπως: α) «οικονομικός έφορος» — προϊστάμενος υπηρεσίας που ασχολείται με τη βεβαίωση και την είσπραξη τών φόρων που οφείλονται στο Δημόσιο από τους πολίτες ορισμένης περιοχής
β) «έφορος αρχαιοτήτων» — ο αρχαιολόγος που επιβλέπει τη συντήρηση τών αρχαίων μνημείων και συλλογών, διενεργώντας και ανασκαφές μέσα στη δικαιοδοσία του
γ) «έφορος βιβλιοθήκης» — διευθυντής βιβλιοθήκης
δ) (στο παρελθόν) «έφορος υλικού πολέμου» — στρατιωτικός υπάλληλος που είχε εξομοιωθεί με αξιωματικό και είχε ως έργο τη φύλαξη και τη συντήρηση του υλικού του πυροβολικού
2. (στην τουρκοκρατία) κάθε μέλος της σχολικής εφορείας
μσν.
εκκλ. επίσκοπος
αρχ.
1. καθένας από τους πέντε πολιτικούς άρχοντες στη Σπάρτη, που είχαν εξουσία και στους ίδιους τους βασιλείς
2. τίτλος αρχόντων στην Αθήνα, καθώς και στη Θήρα, στην Ηράκλεια, σε πόλεις τών Ελευθερολακώνων και στη Μεσσήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. έφ-ορος < επί + -ὅρος (< ὁρῶ «βλέπω»)
πρβλ. και φρουρός < προ + -ὁρός].
Greek Monotonic
ἔφορος: ὁ (ἐφοράω)·,
I. επιστάτης, επόπτης, φύλακας, φρουρός, κυβερνήτης, άρχοντας, ηγεμόνας, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. στη Σπάρτη, ἔφοροι, οἱ, οι Έφοροι, σώμα πέντε αρχόντων, που ασκούσαν εξουσία ακόμη και πάνω στους βασιλιάδες, σε Ηρόδ. κ.λπ.