γενεθλιακός

From LSJ
Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενεθλιᾰκός Medium diacritics: γενεθλιακός Low diacritics: γενεθλιακός Capitals: ΓΕΝΕΘΛΙΑΚΟΣ
Transliteration A: genethliakós Transliteration B: genethliakos Transliteration C: genethliakos Beta Code: geneqliako/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A belonging to a birthday, ὧραι AP6.321 (Leon.); ἡμέρα Vett. Val.26.14, al., cf. Ph.2.529.    II = γενεθλιαλόγος, Gal.15.441, cf. Gell.14.1.1.

German (Pape)

[Seite 481] zum Geburtstag gehörig; ὧραι, Geburtstag, Leon. Al. 26 (IX, 353); ὁ, Nativitätssteller, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

γενεθλιᾰκός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὰ γενέθλια ἀνήκων, Ἀνθ.II. 6. 321. ΙΙ. = γενεθλιαλόγος, Γαλην., πρβλ. Γέλλ. 14. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le jour de la naissance;
2 subst.γενεθλιακός tireur d’horoscope.
Étymologie: γενέθλιος.

Spanish (DGE)

(γενεθλιᾰκός) -ή, -όν
I que concierne al momento del nacimiento, natalicio ὧραι AP 6.321 (Leon.Alex.), ἡμέρα Vett.Val.25.16, ἔτη Vett.Val.242.8, κέντρα Vett.Val.418.10.
II subst. ὁ γ.
1 autor de horóscopos, astrólogo Gell.14.1.1, Aug.Ciu.22.28.
2 natalicio, aniversario αἱ γενεθλιακαὶ αὐτοκράτορος Ph.2.529, Ἀπελλᾷ γ. discurso de cumpleaños (dedicado) a Apeles Aristid.Or.30 tít.

Greek Monolingual

γενεθλιακός, -ή, -όν (AM) γενέθλη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γέννηση («γενεθλιακαὶ ὦραι»)
2. φρ. «γενεθλιακή πανήγυρις» — τα Χριστούγεννα.

Greek Monotonic

γενεθλιᾰκός: -ή, -όν (γενέθλιος), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την ημέρα των γενεθλίων, σε Ανθ.