πάσσαξ

From LSJ
Revision as of 19:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάσσαξ Medium diacritics: πάσσαξ Low diacritics: πάσσαξ Capitals: ΠΑΣΣΑΞ
Transliteration A: pássax Transliteration B: passax Transliteration C: passaks Beta Code: pa/ssac

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ, Megar. form of πάσσαλος, Ar.Ach.763.

German (Pape)

[Seite 532] ακος, ὁ, seltnere Nebenform von πάσσαλος, Ar. Ach. 763; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πάσσαξ: -ᾱκος, ὁ, σπανιώτερος τύπος τοῦ πάσσαλος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 763. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 380.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
c. πάσσαλος.

Greek Monolingual

-ακος, ό, Α
(μεγαρικός τ.) πάσσαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασσ- του πάσσαλος + επίθημα -αξ (πρβλ. πόρπ-αξ)].

Greek Monotonic

πάσσαξ: -ᾱκος, ὁ = πάσσαλος, σε Αριστοφ.