πλατωνικός
Greek Monolingual
-ή, -ό / πλατωνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ Πλάτων
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλάτωνα ή στο φιλοσοφικό του σύστημα («πλατωνικοί διάλογοι»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ακολουθεί τη φιλοσοφία του Πλάτωνος («πλατωνικός φιλόσοφος»)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στη σφαίρα τών ιδεών, ιδεώδης
2. αυτός που δεν αποβλέπει ή αυτός που δεν οδηγεί σε πρακτικά αποτελέσματα («πλατωνικές υποσχέσεις»)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλατωνικοί
διανοητές και φιλόσοφοι που υπέστησαν την επίδραση τών μεταφυσικών ή ηθικών και πολιτειακών θεωριών του Πλάτωνος, όπως ήταν λ.χ. οι Ακαδημαϊκοί, οι Νεοπλατωνικοί αλλά και πολλοί άλλοι προερχόμενοι από διάφορες φιλοσοφικές σχολές
4. φρ. α) «πλατωνικός έρωτας» — ιδανική μορφή έρωτα χωρίς σαρκική επαφή
β) «πλατωνικό στερεό»
μαθημ. καθένα από τα πέντε κανονικά πολύεδρα, δηλ. ο κύβος, το τετράεδρο, το οκτάεδρο, το δωδεκάεδρο και το εικοσάεδρο
μσν.
αυτός που γίνεται με βάση τα δόγματα της φιλοσοφίας του Πλάτωνος («πλατωνικαὶ ἀποδείξεις», Δαμάσκ. Αρχ.).
επίρρ...
πλατωνικώς/ πλατωνικῶς ΝΜΑ και πλατωνικά Ν
με πλατωνικό τρόπο.