ὕπανδρος
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
ον, (ἀνήρ)
A under a man, subject to him, married, γυνή LXX Nu.5.20, Plb.10.26.3, Ep.Rom.7.2, etc.; τὰς ὑ. τῶν γυναικῶν Polem.Hist.59; ὕ. γύναια Plu.Pel.9. II feminine, ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕ. a feminine mode of life, D.S.32.10.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπανδρος: -ον, ὑπὸ ἄνδρα, ἔγγαμος, ὑπ. γυναῖκας Πολύβ. 10. 26, 3, Νέα Διαθ., κλπ.· τὰς ὑπάνδρους τῶν γυναικῶν Ἀθήν. 388C· ὕπ. γύναια Πλουτ. Πελοπίδ. 9. ΙΙ. μεταφορ., ἐκτεθηλυμμένος, ἄνανδρος, ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕπ., τρόπος ζωῆς ἄνανδρος, Διοδ. Ἐκλογ. 520. 39.
French (Bailly abrégé)
adj. f.
en pouvoir de mari, mariée.
Étymologie: ὑπό, ἀνήρ.
English (Strong)
from ὑπό and ἀνήρ; in subjection under a man, i.e. a married woman: which hath an husband.
English (Thayer)
ὕπανδρον (ὑπό and ἀνήρ), under i. e. subject to a man: γυνή, married, Numbers 5:(20),29; Polybius 10,26, 3; (Diodorus 32,10, 4vol. 5:50,17th edition, Dindorf); Plutarch, Artemidorus Daldianus, Heliodorus.)
Greek Monotonic
ὕπανδρος: -ον (ἀνήρ), αυτός που είναι υπό τον άνδρα, αυτός που υπόκειται σε αυτόν, έγγαμος, παντρεμένος, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.