μελῳδητός

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῳδητός Medium diacritics: μελῳδητός Low diacritics: μελωδητός Capitals: ΜΕΛΩΔΗΤΟΣ
Transliteration A: melōidētós Transliteration B: melōdētos Transliteration C: meloditos Beta Code: melw|dhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be sung, used in singing, Plu.2.389f, etc.

German (Pape)

[Seite 129] gesungen, sangbar, Plut. de ει ap. Delph. 10.

Greek (Liddell-Scott)

μελῳδητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μελῳδήσῃ, εὔχρηστος ἐν τῇ μελῳδία, Πλούτ. 2. 389F, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
usité dans le chant.
Étymologie: μελῳδέω.

Greek Monolingual

μελῳδητός, -ή, -όν (ΑM) μελωδώ
αυτός που μπορεί να τον ψάλλει κάποιος με μελωδία.