τριφίλητος

Revision as of 02:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[φῐ], ον,

   A thrice-beloved, Ἄδωνις Theoc.15.86.

Greek (Liddell-Scott)

τριφίλητος: [ῐ], Δωρ. -ᾱτος, -ον, ὁ τρὶς πεφιλημένος, πολυφίλητος, φίλτατος, Ἄδωνις Θεόκρ. 15. 86.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois aimé, bien-aimé.
Étymologie: τρεῖς, φιλέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
τρισαγαπημένος, πολυαγαπημένοςτριφίλητος Ἄδωνις», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + φιλητός (< φιλῶ), πρβλ. πολυ-φίλητος].

Greek Monotonic

τρῐφίλητος: [ῐ], Δωρ. -ᾶτος, -ον, τριπλά πεφιλημένος, φίλτατος, εξαιρετικά αγαπητός, σε Θεόκρ.