Ἀγαμεμνόνιος

From LSJ
Revision as of 11:43, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_1)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
v. Ἀγαμεμνόνειος.

English (Slater)

̆αγᾰμεμνόνιος
   1 of Agamemnon Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά (P. 11.20)

Spanish (DGE)

(Ἀγᾰμεμνόνιος) -α, -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
de Agamenón ψυχά Pi.P.11.20, ἄλοχος A.A.1499, cf. E.IT 1115, Andr.1034.